Translate

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

KΛΕOΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ
 

Η ποίηση δεν είναι μόνο ένα εργαλείο αφύπνισης του νου και της αισθαντικότητας (ως «γλώσσα φορτισμένη με νόημα στον υπέρτατο βαθμό»), είναι και ένας τρόπος να συμπληρωθεί το πραγματικό, να μετουσιωθεί και να μετατονιστεί σε μια άλλη κλίμακα, που επιτρέπει στην ψυχική μας λειτουργία να διευρύνεται προς άλλες πραγματικότητες. Επομένως, μια ποιητική παρουσίαση δεν εμπεριέχει την απλή πρόσκληση σε μια καλλιτεχνική συγκίνηση, αλλά ανοίγει μέσα μας διαστάσεις που δεν σχετίζονται μόνο με την αισθητική.

Στις συναθροίσεις ανθρώπων που μοιράζονται καλλιτεχνικές συγκινήσεις επιτρέπεται να κυκλοφορήσει η κατάσταση της ενότητας, η σύνθεση των επιμέρους βιωμάτων μέσα στο κοινό βίωμα και το κοινό άκουσμα। Αν η τραγωδία οδηγούσε τους θεατές της στη συλλογική κάθαρση, η ποιητική παρουσίαση προτίθεται να μας οδηγήσει στην κοινή μέθεξη, και δι’ αυτής, στην συγκινησιακή έκφραση του ενωμένου ανθρώπου. Ίσως στις μέρες μας, όπου το Νόημα έχει αποσυρθεί βαθύτερα αφήνοντάς μας να ζούμε εξόριστοι σε μια στεγνή επιφάνεια, έχει ξεχαστεί κάτι που οι παλιότεροι το βίωναν με φυσικότητα: η προσέλευση σε μια ποιητική βραδιά δεν αφορά μόνο ένα καλλιτεχνικό γεγονός (πόσο μάλλον ένα “κοσμικό” γεγονός), αποτελεί την ευκαιρία για μια μυστηριακή συνάντηση ανθρώπων, μια «κοινωνία». Το «συν» αυτής της συν-άθροισης, εμπεριέχει ήδη και προϋποθέτει την ποιητική δράση, που δεν σχετίζεται με το παρουσιαζόμενο έργο αλλά με ό,τι προκύπτει από τη σχέση του έργου με τους ακροατές, δηλαδή, την ανάδειξη μιας εντελώς νέας ποιητικής δημιουργίας. Πρόκειται για τη συναισθηματική και πνευματική ανταλλαγή, την ανακύκλωση στοιχείων που δεν θα σταματήσουν να δρουν ακόμη και μετά τη συνάντηση, καθώς το ποίημα, ως ζωντανός κρίκος, δημιουργεί φλέβες ένωσης, κυκλοφορεί, ρέει, τρέφει και τρέφεται. (Ομιλώ κυριολεκτικά και όχι μεταφυσικά.)

Όταν άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο, αισθάνθηκα ότι ίσως το ερώτημα που θα έπρεπε να μας απασχολήσει δεν είναι, πώς πρέπει να παρουσιάζεται η ποίηση στο κοινό, αλλά πώς πρέπει να παρουσιάζεται το κοινό μπροστά στην ποίηση, μπροστά στο ποιητικό γεγονός। Πώς ο ακροατής-προσκεκλημένος χρειάζεται να καταφτάσει εκεί όπου ιδρύεται το Ιερό, διότι Ιερό είναι ο Λόγος που θα ενώσει όλους εντός του, ανεξαρτήτως από τις βαθμίδες της αισθητικής παιδείας ή της αισθαντικότητας του ακροατηρίου. Αυτή είναι η δυναμική του Λόγου, να προσκαλεί και να ενώνει. (Αλλά φοβάμαι ότι ακούγομαι λιγάκι ντεμοντέ, σε μια εποχή που έχουμε αλωθεί ολοκληρωτικά πλέον από την Εικόνα.)

Η ποίηση Είναι। Η ποιητική παρουσίαση προτίθεται να γίνει ο μεταφορέας αυτής της υπαρκτικής λειτουργίας, ένας μεταφορέας που προσδοκά την αναμόχλευση των αισθημάτων και των ιδεών, όχι όπως συμβαίνει στην κατ’ ιδίαν ανάγνωση αλλά με τον τρόπο της συνεύρεσης και της συνύπαρξης. Υπάρχει λοιπόν σκοπός στην ποιητική παρουσίαση: η κοινή τράπεζα όπου όλοι θα συν-φάγουν και θα συμποσιαστούν. Επομένως εξαρτάται από τον προσκεκλημένο αν θα συν-πράξει, αν θα έχει την ειλικρινή διάθεση να καταργήσει το προσωπικό για να συ-λειτουργήσει με τους άλλους και να δεξιωθεί από κοινού -αν θα γίνει μέρος του Ιερού.

Ωστόσο, καθώς αναγνωρίζω ότι η απροθυμία ανακύκλωσης της συναισθηματικής μας ζωής αλλά και η υποχώρηση του λόγου έναντι της Εικόνας είναι μια από τις ασθένειες του μεταμοντέρνου και μάλλον αποτελούν ισχυρό δεδομένο, θα συμπληρώσω μερικά πράγματα για το πώς φαντάζομαι μια ποιητική παρουσίαση:

Πριν εκατό περίπου χρόνια ένας από τους ιδρυτές του dada, ο Χιούγκο Μπάλ, ντυμένος με άκρως εξωφρενική αμφίεση (ως οβελίσκος, όπως γράφει ο ίδιος) θέλησε να χαρίσει στους ακροατές του όχι μερικά τετριμμένα ποιήματα αλλά την αφύπνιση εκείνη που ξαναφέρνει στη συνείδηση ο πρωταρχικός ήχος της γλώσσας.
Διαβάζω τον πρώτο στίχο από το ποίημα του Μπαλ:"Γκάντζι μπέρι μπίμπα γκλαντριντί λάουλα λόνι καντόρι"

Οπωσδήποτε εκείνη η ποιητική βραδιά δεν έμοιαζε με καμιά άλλη (όπως άλλωστε όλα όσα έκανε το dada τη συγκεκριμένη εποχή,) αυτό όμως δεν σχετίζεται με την εκκεντρικότητα ή την πρόκληση αλλά με την αγωνία του καλλιτέχνη που αναζητά να προσελκύσει το αίσθημα και τη φαντασία του κοινού σε μια άλλη ταύτιση με τη γλώσσα, σε μια άλλη κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας και του αισθήματος, μέσα από το γκρέμισμα των παραδεδεγμένων δομών। Ο τρόπος που στηρίχθηκε αυτό το αίτημα από τον Χιούγκο Μπαλ όφειλε να είναι εξωφρενικός, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν εφικτό να γίνει δραστικός.


Αναφέρθηκα σε αυτή την πρώτη παρουσίαση του dada, όχι επειδή πιστεύω ότι σήμερα θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε ανάλογες πρακτικές, αλλά για να υποστηρίξω ότι αν η ποίηση είναι μια διαδικασία εξ’ αρχής δημιουργική, η παρουσίασή της θα όφειλε να βρίσκεται σε μια αντιστοιχία με τις προθέσεις της ίδιας της ποιητικής τέχνης, δηλαδή να συνδιαλέγεται με τη δημιουργική φαντασία και όχι με την τυποποίηση και την επανάληψη. Η τυποποίηση σκοτώνει το Ιερό. Και νομίζω ότι αυτό έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια στις αίθουσες των ποιητικών παρουσιάσεων (με ελάχιστες εξαιρέσεις), το θάνατο του Ιερού και το θρίαμβο μιας κανονικότητας, που υπηρετεί την πλήξη, τις δημόσιες σχέσεις και τον ποιητικό μας ναρκισσισμό.

Πριν λίγες μέρες μου έστειλαν μέσω Google ένα video με σκηνές από μια πολυσύχναστη λαϊκή αγορά। Ο χώρος ήταν ιδιαίτερα ζεστός, αλλά οι άνθρωποι έκαναν τα ψώνια τους εντελώς μηχανικά, σα να ήταν αποσπασμένοι από τη ζωντανή πραγματικότητα. Ξαφνικά από τα μεγάφωνα άρχισε να ακούγεται μουσική και κάποιοι καλλιτέχνες της όπερας, που ήταν από πριν ανακατεμένοι με τον κόσμο, βγήκαν στο κέντρο της αγοράς και άρχισαν να τραγουδάνε άριες. Ο κόσμος φάνηκε να ξυπνάει, όλοι παράτησαν τα ψώνια, στην αρχή έδειχναν περιέργεια, μετά άρχισαν να χαμογελάνε, μετά να τραγουδάνε, στο τέλος είχαν μαγευτεί –υπήρχε μέθεξη. Σας περιέγραψα λοιπόν ένα ποιητικό γεγονός, λιγάκι ανορθόδοξο αλλά πάντως ενταγμένο με φυσικότητα στο πραγματικό, μια μαγική εμπειρία που στιγμιαία μεταμόρφωσε τη ζωή, εμβολιάζοντάς την με την έκπληξη, τη χαρά, την ομορφιά αλλά και το αίσθημα του μοιράσματος αυτής της ομορφιάς.

Έτσι θα έπρεπε, σκέφτομαι, να παρουσιάζεται και η ποίηση, όχι ως ένα γεγονός στημένο, καθορισμένο, τυπικό, επαναλαμβανόμενο στις γνωστές αίθουσες, αλλά σαν μια αυθόρμητη δράση, μια ερωτική πράξη που διαταράσσει την κανονικότητα, ωθώντας κάποιον να αποσπαστεί από τα γνωστά του πεδία, για να βιώσει την καλλιτεχνική συγκίνηση σαν ένα φυσικό κομμάτι της αληθινής ζωής. ΄Ισως λοιπόν η ποίηση χρειάζεται αυτή την εποχή να βγει από τις αίθουσες τέχνης, για να μιλήσει από τους δρόμους, τα καφενεία, τα εστιατόρια, τις γειτονιές, τις πλατείες, τις λαϊκές αγορές, τα σχολεία, να μιλήσει ξαφνικά και απροειδοποίητα, με απλότητα, ελεύθερη από κάθε στερεότυπο μηχανισμό, για να εκμαιεύσει την αθωότητά μας και να μας δώσει πίσω την παιδική μας ηλικία, για να μας βάλει να καθίσουμε κατάχαμα, στα πεζοδρόμια, στο γρασίδι, στα παγκάκια, ώστε να γευτούμε την έκπληξη, τη χαρά, το θάνατο της κοινοτοπίας, τη δημιουργική συμπύκνωση του χρόνου. Και ίσως έτσι μπορέσει να μας ξανασυμβεί αυτό που ζούσαμε πριν την εποχή της απομάγευσης: η ένωση με τους άλλους μέσα στην ομορφιά μιας ανεπιτήδευτης στιγμής, η μέθεξη που χαρίζεται από τη «ζωντανή» ποίηση, ώστε να γεννηθεί και πάλι ανάμεσά μας, και μέσα μας, το χαμένο Ιερό.

(To κείμενο αυτό διαβάστηκε στη Στοά του Βιβλίου στην Ποιητική
Συνάντηση, που οργάνωσαν τα ΔEKATA στις 9.2.2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου