Translate

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Συνέντευξη


                         ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
                                    Γραφείο Ποιήσεως

                       Συνέντευξη της Κλεοπάτρας Λυμπέρη
                       από τον Αντώνη Σκιαθά






Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

Ακούω μουσικά μοτίβα, μελωδίες, ρυθμούς, παύσεις, εναλλαγές τόνων, όπως συμβαίνει όταν ακούς ένα μουσικό όργανο. Υπάρχουν ήχοι από δυνατά τσέλα, κρουστά, άλλοτε σαξόφωνα και ανάμεσα σε όλα αυτά οι ψίθυροι ενός μικρού παιδιού. Υπάρχει προκλασική μουσική, αργοί ρυθμοί με επαναλαμβανόμενα θέματα, αλλά και ροκ, στακάτοι ήχοι, συνήθως σε σύντομα κομμάτια με ολιγόλεκτους στίχους. Κι ακόμη, λιμπρέτα (λόγος, αντίλογος – συνομιλίες), άριες (συναισθηματικοί μονόλογοι), σαν τα ξέφτια μιας όπερας που εξελίσσεται λιγάκι ανορθόδοξα. Ειδικά το τελευταίο βιβλίο μου ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΕ ΦΩΛΙΑ, αρχίζει με ένα πολύ στακάτο μαρς που δηλώνει την είσοδο της γλώσσας μέσα στον χρόνο.


Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

Θα αναφέρω μερικούς ποιητές που με γοήτευσαν. Έχω μια ειδική συγγένεια με τον Νίκο Καρούζο, επειδή κι εμένα με απασχολεί η ύπαρξη και η φιλοσοφική ματιά. Από την Ελένη Βακαλό διδάχτηκα την τόλμη και πώς να οραματίζομαι ποιητικές συνθέσεις αντί να γράφω μεμονωμένα ποιήματα. Με τον Οδυσσέα Ελύτη συναντηθήκαμε λόγω της κοινής μας μεταφυσικής κλίσης. Επίσης, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, εξ’ αρχής αποτελούν σταθερά ψυχικά μου σημεία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οφείλω σε όλους. (Αν και, ως γνωστόν, ακολουθούμε αυτούς που ήδη περιέχουμε.) Εντούτοις, ευθαρσώς δηλώνω ότι αισθάνομαι ξεκάθαρα επίγονος του Ρομαντικού κινήματος, επειδή ο ρομαντικός λόγος ταυτίστηκε με μια καθολική και οικουμενική σύλληψη του κόσμου και οραματίστηκε τη σύνθεση ποίησης/φιλοσοφίας, τη συγχώνευση των λογοτεχνικών ειδών, την ποιητικοποίηση της ζωής, της κοινωνίας, του πνεύματος, την τέχνη του χιούμορ .
 

Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;

Αν εξαιρέσεις ένα διάστημα που εργάστηκα επαγγελματικά ως κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, γράφω αμισθί για λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης έχω πάρει αμοιβή για δυό μεταφράσεις (του Άλεν Γκίνσμπεργκ και του Νόρμαν Μέηλερ), οι οποίες εκδόθηκαν σε αντίστοιχα βιβλία.


Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;

Έρχονται μέσα από μια στιγμιαία συγκίνηση, μια τυχαία φράση, ένα πρόσωπο, ένα κείμενο, μια εσωτερική αναταραχή – όλα αυτά ενεργοποιούν το ψυχικό κύμα που είχε μέσα του την έμπνευση. Και άλλοτε προσκαλώ εγώ τη γλώσσα, προσεύχομαι σε αυτή. (Εννοώ φυσικά τη γλώσσα στην ύψιστη μορφή της: την εκδήλωση του Λόγου.)  


Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

Ολοκλήρωση δεν νομίζω πως υπάρχει. Κατά τη δική μου αίσθηση, κάθε καλλιτεχνικό έργο επιδέχεται συμπληρώσεων επ’ άπειρον. Με τη δουλειά μου προσπαθώ να κάνω μια αναμόχλευση του Νοήματος, να βγάλω τις λέξεις από τον ύπνο τους – αυτό είναι το σχέδιο (ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στον πολιτισμό της Εικόνας). Γι’ αυτό ενώνω ξανά τη φιλοσοφία με την ποίηση, όπως συνέβαινε στην ελληνική αρχαιότητα. Φυσικά με ενδιαφέρει η γλώσσα, οι κυματισμοί της μορφής, oι λέξεις να έχουν διαύγεια, ακρίβεια. Οι σχεδιασμοί μου προϋποθέτουν επίσης μια φόρμα που δεν ακολουθεί την πεπατημένη γραμμή.


Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών  σας;

Αν με ρωτάτε για κάποιο ειδικό τάλαντο που έχω, να πω ότι δεν ικανοποιούμαι εύκολα με όσα γράφω.


Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;

Με κατανόηση. Ο ποιητής είναι πάσχων άνθρωπος. Από το τραύμα του γεννιούνται διάφορες υπερβολές –παρεξηγήσεις, δράματα,  ανταγωνισμοί, αλλοιώσεις της πραγματικότητας–, καταστάσεις που δημιουργούν τις «αψιμαχίες» που είπατε. Αλλά είναι ακριβώς το τραύμα, που πρέπει να μας κάνει να βλέπουμε όλα αυτά με συμπάθεια.


Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που η ίδια φιλοτεχνείτε;

Ίσως μέσα στα έργα που προσπάθησαν να σχεδιάσουν εκπλήξεις...


Πώς ορίζετε το ποίημα που "αντέχει τον χρόνο";

Είναι αίνιγμα αυτό… Θα μπορούσα να μιλήσω για την τελειότητα της μορφής, για μια έκρηξη του νοήματος, για απλότητα, ειλικρίνεια, για   βαθιά συγκινησιακή ζωή.  Αλλά δεν νομίζω ότι θα περιέγραφα έτσι το μυστηριακό γεγονός που κάνει ένα ποίημα ακατάστρεπτο. Πρόκειται για τη μαγική τάξη της γλώσσας: βάζει η ίδια τα μέτρα, υπερβαίνοντας τις προθέσεις του ποιητή. Ίσως το ποίημα που αντέχει στον χρόνο είναι εκείνο που  ζει ήδη μέσα σε όλους, χωρίς αυτοί να το ξέρουν. Έχει λοιπόν τη λάμψη μιας αποκάλυψης.
      

           Οι λέξεις
   
Κανένα θαύμα δεν έρχεται να σε βρει, αν δεν το φωνάξεις.
Μες στο κλουβί μου ετοιμάζομαι για το δείπνο. Είμαι ο
υπηρέτης.
Τους βάζω στο πιάτο το συκώτι μου. Με τρώνε. 
Στάζουμε ύστερα μαζί στο βαρύ χιόνι του
                                                                 Σαββάτου.
Όλα είναι βουητό και βραχνά φωνήεντα
έτσι όπως με κρατούν στα δόντια τους, στους κοπτήρες
ανάμεσα, τα εντόσθιά μου, 
τα 
κομμάτια μου, τ' απομέσα μυστικά μου - όλα κυλούν
ως τις γραμμές του απείρου, ως τις ρίμες τις οδούς
ξάφνου, σε ξένα χέρια με βρίσκω, σε ξένα στόματα, σε ξένα
μυαλά, σε ξένα ποιήματα. 

Ειμί η γλώσσα, ιερό σφάγιο, διαμοιράζομαι. 
Ειμί ο ηχών, ο κραυγάζων σε ώττα μη ακουόντων, 
ειμί ο αιμορραγών τελετάρχης, τη ζωή μου κομμάτιασα 
ιδού, κυλάω τώρα στο ποίημα αυτό.













Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Παναγιώτης Βούζης- κριτική για Το μηδέν σε φωλιά







ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ
4/11/18

Ο χαμένος δεσμός

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
για το βιβλίο της
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
Tο μηδέν σε φωλιά
 (ποιήματα)
Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Η διάρκεια διαρκώς πεινάει. Τρώει τα κόκαλα του χρόνου. Κρατάει όλο το αλφάβητο στην κοιλιά της. Ακόμα κι ο θάνατος τη φοβάται. Τα βιβλία κατατροπώνουν τον θάνα- το, έχει γράψει ο T.S.E. Τα βιβλία τρώνε τα κόκαλα του χρό- νου… («1, Περί διάρκειας και μη διάρκειας, Le dur desir de durer»). Ενώ, στο ακόλουθο απόσπασμα ο Μάρκος Αυρήλιος διαφοροποιεί τη χρονική από την ουσιαστική διάρκεια την οποία ο άνθρωπος βιώνει ως παρόν: «Στο ίδιο λοιπόν καταλήγουν ο μακρότατος και ο βραχύτατος βίος. Γιατί το παρόν είναι ίσο για όλους.» (Τα εις εαυτόν, βιβλίο Β΄, 14).

Με βάση αυτή τη διαφοροποίηση, στο πρώτο ποίημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη η διάρκεια αντιμετωπίζεται ως ένα υπερχρονικό μέγεθος, το οποίο σχεδιάζεται να αποτελέσει την παροντικότητα των συνθέσεων της συλλογής, δηλαδή να τις εξασφαλίσει τόση αυτονομία, ώστε να διατηρούν ανοιχτούς και πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας.



Το μηδέν σε φωλιά περιλαμβάνει εκτενή ποιήματα που οργανώνονται σε ένα ενιαίο σύστημα και διακρίνονται σε ενότητες, υποενότητες, στιχικές ομάδες και μεμονωμένους στίχους. Έτσι ο γενικά γρήγορος ρυθμός και η μορφή μεταβάλλονται συνεχώς προσδίδοντας δραματικότητα στην κατασκευή των συνθέσεων, δραματικότητα η οποία αυξάνεται τόσο με τους τίτλους όσο και με τις εντός παρενθέσεων συμπληρώσεις, επειδή ενισχύουν και στο δομικό επίπεδο το καταστατικό στοιχείο της πολυφωνίας. Το ύφος, που αποβλέπει σε αυτό της φιλοσοφίας, γίνεται συχνά αποφαντικό και οι στίχοι λαμβάνουν τον ρόλο της κατηγορικής κρίσεως. Η διακειμενικότητα δεν περιορίζεται στα παραθέματα και στις πληροφορίες για τους συγγραφείς οι οποίες συγκεντρώνονται στις «Σημειώσεις» στο τέλος του βιβλίου. Αντιθέτως, το διακειμενικό δίκτυο στα ποιήματα αποδεικνύεται πυκνότατο.

Η επίδοση του σχήματος του αφηρημένου αντί του συγκεκριμένου πριμοδοτεί τη μεταγλωσσική λειτουργία. Εδώ δηλαδή η εποπτεία σαρώνει πρώτιστα τον ίδιο τον λόγο και συνακόλουθα τις γνωστικές, τις ψυχικές και τις αισθητικές σχέσεις τις οποίες αυτός συνάπτει με τα πρόσωπα και τα πράγματα. Η πριμοδότηση επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τεχνικών και τεχνασμάτων της Κειμενικότητας, οι οποίες μετατρέπουν τη συλλογή σε εργαστήριο της γλώσσας, επιπλέον ευνοεί την εκδίπλωση της θεωρίας. Ώστε τα ποιήματα αντιπροσωπεύουν την επανεκκίνηση της διαδικασίας της σκέψης επάνω στην αλήθεια, το νόημα του Όντος, τη φθορά, τη συμφιλίωση με τον θάνατο, την ωραιότητα, τον έρωτα, τη διαχείριση της προσωπικής ζωής, τη σύνδεση με τους άλλους, την επιρροή του λόγου, την αθανασία της ψυχής, την ύλη, την ποίηση.




Κατά τον Μάρτιν Χάιντεγκερ η σκέψη είναι ο χαμένος πλέον δεσμός του ανθρώπου με το Ον που μπορεί να αποκατασταθεί από τον φιλόσοφο και από τον ποιητή. Το μηδέν σε φωλιά συνιστά το επιτυχές εγχείρημα της σύζευξης της φιλοσοφικής και της ποιητικής γραφής –η οποία πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε από τους προσωκρατικούς– με έναν παιγνιώδη και παρωδιακό τρόπο. Μέσω του συγκεκριμένου τρόπου προκαλείται συγχρόνως ένταση ανάμεσα στα δύο είδη γραφής και προωθείται η αυτονόμηση της ποιητικής γλώσσας, με απώτερη προοπτική τη θέσμιση μίας πρωτότυπης ιδιολέκτου, της οποίας σημαίνουσα διάσταση θα αποτελεί ο ανανεωμένος λυρισμός.