Translate

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Κούλα Αδαλόγλου - Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα










ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
             ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
             ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ


Από το βιβλίο
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
(εκδ. Σαιξπηρικόν 2018)









δεν θέλει πολύ

Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες
πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.



Να μαζεύεσαι
να θλίβεσαι
σε βλέπω.
Ενώ δεν πρέπει
αφού φορώ το καλό μου φουστάνι
και κάνω τον κασκαντέρ
στις δύσκολες στροφές
στις ολισθηρές καταβάσεις
βουτώ στο κενό άμα λάχει
χωρίς προστατευτικό δίχτυ,
για σένα.

Να διάβαζες, σκεφτόμουν, τις λέξεις μου…
Γέλασαν ειρωνικά
                                       οι κίτρινες πλαστικές καρέκλες
                                       στην απέναντι ταράτσα.





πέφτει ψύχρα

Με ευλόγησε το χέρι της γιαγιάς, παχουλό,
 σαν φουσκωμένο ζυμαράκι στον καρπό,
 είχα χρόνια πολλά να δω το χέρι της, 
το χαμόγελο το βλέπω συχνά,
 με συντρέχει, όπως κι οι άλλοι απ’ τις
 φωτογραφίες χαμογελούν, 
μου περνούν ένα σάλι στους ώμους
 σαν πέσει ψύχρα, 
ένα λαστιχάκι στα μαλλιά, 
μην πέφτουν στα μάτια μου, 
κι ύστερα καμώνονται τους ανήξερους
 και κοιτούν το άπειρο, όμως εγώ 
δεν κάνω λάθος και κλείνω τις κουρτίνες,
 ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και βλέμματα 
που ανθούν στο σκοτάδι.


  • ιστοί της ομίχλης
Ομίχλη πυκνή
με τη ράβδο στήριξης πορεύομαι
σου μουρμουρίζω εμμονικά κι ύστερα ουρλιάζω
να αποφεύγεις τα καρουζέλ πιράνχας
τις παιδικές χαρές με τις δίνες που καταπίνουν.

Η φωνή μου σκαλώνει στους ιστούς της ομίχλης
κι εκεί στο βάθος αυτό το πορφυρό επιμένει.




σαν γυαλί

Μικρό τσαλακωμένο ποίημα
αθώο μου φάνηκε
μού ’σχισε το χέρι σαν γυαλί
αίμα πάνω σε μπλε καπλαντισμένα τετράδια
έλιωσαν τα ήδη μισοσβησμένα γράμματα
διήθηση.





Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Iφιγένεια Σιαφάκα - Λευκό από χθες






                        






    ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  
    ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
                            ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ


             ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ

Ύστερα κατευθύνθηκε τρεκλίζοντας στον πάστορα· μέτρησε ένα, δύο, τρία, αργά, πνιγηρά και σκεπτικός, λες κι αριθμούσε τις υποχρεώσεις της ημέρας, ω ναι, αγαπητέ μου, Φρανκ, ή λες και υπολόγιζε τραχιές αλήθειες που μόλις ξεμυτούσαν, στρέφοντας το βλέμμα προς τον ουρανό, όπου χοντροκομμένα σύννεφα σε μαύρο τρύπωναν μέσα απ’ το κοκκινωπό φύλλωμα των δέντρων, σ’ ένα φθινοπωρινό τόπι αιμορραγίας που μούλιαζε όλο το τοπίο σε ρομάντζο. Τέντωσε μ’ έναν πικρό θυμό τον δεξιό του δείκτη προς τα πάνω και πρόσταξε, ρίξε, αν σου βαστάει, στα κεφάλια τον κατακλυσμό σου, ρίξε τώρα! Στράφηκε στο πλήθος, και μας κοίταξε λοξά, έχοντας στα χείλη τη σιχασιά του ανθρώπου που μόλις έχει βρεθεί στο πρόσωπό του μ’ έναν αρουραίο, έφτυσε με θόρυβο πάνω στα παπούτσια του, τι θ’ απογίνουμε όταν σκοτώσουνε την ώρα στα ρολόγια; ξαναφώναξε και τράνταξε και με τις δυο παλάμες τα κίτρινα μάγουλα του πάστορα. 

                    


Στάθηκε τόσο σπαρακτικός κι ατρόμητος συνάμα, που ήταν αδύνατο να αφεθεί ένα ενδιάμεσο αντίδρασης στον κόσμο, έστω μια χαραμάδα ίασης στο όνομα του comme il faut, απ’ όπου θα ξεμυτούσε κάποια διακριτική απάντηση· η αίσθηση του παγωμένου σίδερου διαπέρασε τη σπονδυλική μας στήλη, και μείναμε βουβοί. Μόνο οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής πάνω στο τραπέζι ράντιζαν νωχελικές με τη βαρύτητα των μπουρζουάδων τη γυάλινη πιατέλα της πουτίγκας και ζέσταιναν κάπως την ατμόσφαιρα.

Ο πάστορας –οι δωρητές σχολίασαν αργότερα πως η Οσία Βισκουνδία ήτανε πράγματι κοντά του– βρήκε τη δύναμη να καθαρίσει το λαιμό του, τεντώνοντας μ’ ένα διακριτικό τίναγμα του κεφαλιού τις λαστιχένιες ρυτίδες γύρω από τις καρωτίδες του. Πατρίκ! Πατ… ατ… α α ατ! είπε ατρόμητος και απομάκρυνε τα χέρια του Πατρίκ από το πρόσωπό του, κάνοντας μία κίνηση με το αριστερό του χέρι στον αέρα σαν να χαιρετούσε τα πουλιά. Έτσι προσφώνησε την οργή του, που είχε μεταμφιεστεί το δίχως άλλο, Φρανκ, από τη θεία πρόνοια σε ιερή αμηχανία – αυτό σίγουρα είχαν στο νου οι δωρητές όταν μιλούσαν για «την επέμβαση της Οσίας Βισκουνδίας». Για θαύμα!

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ (Σμίλη 2017)