Translate

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Γιώργος Βέης - Βλέπω



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
«ΒΛΕΠΩ»
Εκδόσεις Ύψιλον (2013)

από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη

ΤΟ ΜΑΤΙ ΦΤΑΝΕΙ ΑΝΕΤΑ ΣΤΗ ΛΙΣΑΒΩΝΑ                                     
                      
                 
                Eίμαστε από κεράσια
                ξαφνικά αδάμαντες
                   Γιώργος Βέης 


Το μάτι αναδύεται από το φως για το φως…. Το μάτι είναι δημιούργημα της φωτιάς, γράφει ο εμπνευσμένος (μυστικιστής) Τζιμ Μόρισον, των Doors.  Με την επιλογή αυτής της λέξης ως τίτλου για τη νέα του ποιητική συλλογή, ο Γιώργος Βέης μας παραπέμπει σε μια πλούσια φιλολογία με πολύ πνευματικές σημάνσεις. Το βλέπειν, άλλοτε ως «αιφνίδια φώτιση» (όπως την αντιλαμβάνεται η ανατολική σκέψη), άλλοτε ως «παραίτηση από το εγώ» (όπως το έθεσαν οι χριστιανοί Πατέρες και oι ασκητές της ερήμου), άλλοτε ως «δυναμικό εμβάθυνσης» (όπως το οριοθετεί η ψυχαναλυτική ερμηνεία) κι άλλοτε ως «όραμα, φαντασία και ουτοπία» (oπως το βιώνουν οι καλλιτέχνες και οι φιλόσοφοι της Δύσης), συνοψίζει τις διαδικασίες μιας ουσιαστικής ψυχοπνευματικής δραστηριοποίησης.
    Ο Γιώργος Βέης «βλέπει». Δηλαδή, διεκδικεί την αληθινή επαφή με τον κόσμο και τα πράγματα. Ήδη από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, είχε τη σαφή τάση να ξεφύγει από το αίσθημα της περιορισμένης ιδιωτικότητας προς τον ανοιχτό χώρο μιας διευρυμένης ζωής, της Ολόκληρης ύπαρξης. Έτσι δεν αρκέστηκε να μας μεταφέρει κόσμους, εικόνες, στοιχεία παραδόσεων και πολιτισμών, αποκλειστικά μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, αλλά προσπάθησε επίμονα να ενσωματώσει μια πιο συνολική γλώσσα, όπως αυτή έχει υπάρξει σαν αμιγής κατάθεση της ανθρώπινης ψυχής μέσα από την λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Αν λοιπόν κάτι χαρακτηρίζει το έργο του, το ποιητικό και το συγγραφικό γενικότερα, είναι η διαρκής κινητοποίηση της ανθρώπινης γλωσσικής παρακαταθήκης, διαμέσου της συνομιλίας του με το υλικό άλλων συγγραφέων. (Αναφορές, στίχοι, τσιτάτα, βιβλία, ονόματα – ο Σπινόζα, ο Αντόνιο Ματσάδο, ο Τζελαλεντίν Ρουμί, ο Ίσσα, ο Κιού Σάο, ο Καμπαγιάσι Γιατάρο, ο Καρυωτάκης, ο Μαρκίδης – μια ολόκληρη αρχιτεκτονική του «έτερου», που συμπαρασύρει μαζί της ψυχικά κομμάτια για να στερεώσει το παρόν έργο σε μια πιο ευρεία διάσταση).

Από τον Πλατωνικό Κρατύλο, αντιγράφω μια φράση του Σωκράτη : Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος άνθρωπος ωνομάσθη, αναθρών, ά όπωπε (ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε «άνθρωπος», γιατί είναι το μοναδικό ζώο που  παρατηρεί  με μεγάλη προσοχή και συλλογίζεται ό, τι έχει δει».)
Στην ελληνική γλώσσα, υπάρχουν δυο διαφορετικές ονοματολογίες για τη δράση του βλέμματος. Η λέξη «κοιτάζω» υπηρετεί την περιδιάβαση, την ανάλαφρη περιπλάνηση των ματιών πάνω σε μια σκέτη επιφάνεια, το γλίστρημα στην άλαλη (μη έμψυχη) εικόνα, χωρίς την παραγωγή σημάνσεων. Η λέξη «βλέπω» όμως είναι άλλης βαρύτητας, έννοια δημιουργική, ενωμένη με τη διάκριση και το φαντασιακό, σε πλήρη ταύτιση με τη συνείδηση, σε πλήρη σύμπραξη, συνομιλία και αλληλοδιάδραση με το γίγνεσθαι, έννοια στην οποία απαντά κάθε είδους πραγματικότητα. Το «βλέπειν» αποτελεί τη γέφυρα του ιδιωτικού αισθήματος με την ψυχή του κόσμου (γεγονός που δεν αφορά βεβαίως εικόνες αλλά ουσίες) συνενώνοντας το πραγματικό (εξωτερικό) με έναν βαθύ μυστηριακό (εσωτερικό) χώρο, ώστε να παραχθεί Νόημα.
Προσπαθώντας να προσεγγίσω μια προηγούμενη ποιητική συλλογή του Βέη, είχα γράψει για την κατάσταση του Παρατηρητή και του κόσμου, δηλαδή, για δυο διαφορετικές πραγματικότητες που στέκονταν η μια απέναντι στην άλλη διαχωρισμένες : Από τη μια θέση, το λαίμαργο μάτι που ζητά να οικειοποιηθεί ό,τι βρίσκεται εκτός, και από την άλλη, ο ίδιος ο ζωντανός και ομιλητικός περιβάλλων κόσμος, που αναμένει και καλεί προς συνάντηση. Στην παρούσα συλλογή όμως, έχω την αίσθηση, ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα στον Παρατηρητή και κάθε προσκείμενη ύπαρξη έχει πλέον καταργηθεί.

Αν και ο Γ.Β. συνεχίζει την περισυλλογή θραυσμάτων, εικόνων, τοπίων, προσώπων, πόλεων, συγκινήσεων, αισθηματικών γεγονότων, όπως ακριβώς στα προηγούμενα βιβλία (ως εργάτης που μοχθεί να συγκεντρώσει τα κομμάτια του μεγάλου ψηφιδωτού), δεν το κάνει πια με τον  τρόπο του υφαντή και συνθέτη (δηλαδή, διαχωρισμένος από τα πράγματα) αλλά ως κάποιος που με διαυγή συνείδηση συνυπάρχει ταπεινά με αυτό που υπάρχει. Και πιο ειδικά: Ως κάποιος που  ε ί ν α ι  αυτό που υπάρχει. Κι ακόμη πιο ειδικά : Ως κάποιος που έχει γίνει «ο άλλος». (Έρχεται πάντα στην ώρα του ο Χέντερλιν/…./ πιστεύει πως είναι αυτός που έγραψε, μεταξύ άλλων/ εκείνους τους στίχους για μια εντελώς απίθανη Πάτμο/ κάποια στιγμή θα του φανερώσω όμως την αλήθεια/ότι δηλαδή όχι αυτός, επ’ ουδενί, αλλά εγώ είμαι εκείνος).


Η παραπάνω κατάσταση προφανώς αποτελεί την απόληξη της χωροταξικής και κειμενικής περιπλάνησης του Γ.Β, την τελική του μύηση σε μια καθολική πνευματικότητα. Γι αυτό και ο τίτλος «Βλέπω» σε αυτό το βιβλίο ίσως τελικά είναι παραπλανητικός. Ίσως θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον τίτλο «Είμαι» (εννοώντας ότι μέσα στον ποιητή έχει γίνει η σύζευξη ανθρώπου-φύσης, ύλης-πνεύματος, λόγου και σιωπής, μια σύζευξη που διατρέχει, ως ιδέα και ζωντανό αίσθημα,  ολόκληρη την παρούσα συλλογή).
Απομάγευση τοπίου ίσον θάνατος. Πάνω σε αυτόν το στίχο (που επανέρχεται σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Γ.Β. σαν σταθερή υπόμνηση), μοιάζει να είναι δομημένη η σκέψη του για τη διάσταση και τη χρήση της ποιητικής λειτουργίας. Μια αντίληψη που συνδέεται κατευθείαν με την αντιστροφή του Διαφωτισμού. Όμως αυτή τη «μαγική πνοή», ο Γ.Β δεν τη συναντά τελικά στην ψηλάφηση μιας υπερβατικής διάστασης της πραγματικότητας αλλά στο ίδιο το απτό πρόσωπο του κόσμου και της ζωής, δίνοντας τον πρώτο λόγο στη μεγάλη μητέρα Φύση. Ολιγόλογη είναι η φύση στην ομιλία της, διαβάζουμε στο Τάο Τε Τσινγ. Μια τέτοια συμπυκνωμένη ομιλία, η οποία καταγράφεται με αμεσότητα στην ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να μεταφέρει τη λάμψη της αληθινής ομορφιάς. Κι αυτό δεν θα συμβεί με την μονοσήμαντη ανταπόκριση του υποκειμένου, αλλά με την αναδίπλωσή του μέσα στην αρχέγονη ουσία, εκεί όπου υπάρχει «το όνειρο του Ενός», μοιάζει να υποστηρίζει ο Γ.Β.


Στην ανατολική παράδοση, τα «κοάν» είναι η πρακτική εργασία των μαθητών του Ζεν και στοχεύουν στην θραύση της έλλογης διάταξης του νου, με σκοπό την αφύπνιση και τη φώτιση. Το πρώτο κοάν που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό  ονομάζεται Ken-Sho Κοάν (Ken = βλέπω, Sho = ουσία). Ο Βέης, τιμητής της ανατολικής πνευματικότητας και βαθύς γνώστης του πολιτισμού και των παραδόσεών της, είναι φανερό ότι μαθήτευσε δεκαετίες για να μπορεί  «να βλέπει την ουσία», ανιχνεύοντας, μέσω της ποίησης, ό,τι του χαρίζει την άμεση εμπειρία του σύμπαντος και την κατάργηση της διαφοράς πνευματικού-υλικού. (Στα χρώματα του κήπου - η δύναμη/ μονοθεϊσμοί πολυθεϊσμοί συγκεντρώνονται κι αυτοί εδώ/ λάμπουν… ) Έτσι σε αυτό το τελευταίο βιβλίο, η χρήση ενεστώτα του ρήματος «βλέπω» υπαινίσσεται ότι η μαθητεία του Γ.Β. (η οποία υλοποιείται διαρκώς μέσα στην ποίηση) υφίσταται σαν ένα πλήρες έργο στον παρόντα χρόνο, έχοντας ως πρώτο παραλήπτη την ίδια την εσωτερική ζωή του ποιητή.
  Βλέπω σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις διαφορές, έχει γράψει ο Ίταλο Καλβίνο. Αλλά και η ίδια η φιλοσοφία έτσι έχει οριστεί, ως η τέχνη της διάκρισης. Η ευχέρεια του Βέη να διαχειρίζεται τη φιλοσοφική σκέψη (άλλοτε εμμέσως και υπαινικτικά κι άλλοτε με την κατευθείαν παράθεση φιλοσοφικών σημάνσεων) είναι από τα ατού της συγγραφικής του δουλειάς. Εντούτοις, κάθε ποιητής γράφει (θα έπρεπε να γράφει) με τα αισθήματα και τις συγκινήσεις του. Ο Βέης δεν παρεμβάλει το σκεπτικό και τα εφόδια του δυτικού ανθρώπου παρά μόνο για να δημιουργήσει πολιτισμικές γέφυρες. Η πραγματική του  μέριμνα είναι να μας μεταφέρει ένα καθαρό βίωμα : το ρίγος της κοσμικής ενότητας που εμπεριέχει και την αλληλοδιάδραση των στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, ο Παρατηρητής έχει μετατραπεί σε Συμμέτοχο και ο ατομικός στοχασμός έχει δώσει τη θέση του στον κυματισμό μιας ελευθερίας που προσομοιάζει στον Χορό του Σίβα.


  Το χαρακτηριστικό της συλλογής Βλέπω, είναι λοιπόν η τάση υποχώρησης του υποκειμένου, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του ποιητικού εγώ (όπως έχω ήδη γράψει και παλιότερα για την ποιητική δουλειά του Γ.Β). Έτσι η όποια απόλαυση του αναγνώστη κερδίζεται μέσω της απλότητας που προκύπτει από αυτή την υποχώρηση. Η απλότητα μαζί με το πολύ καλά αφομοιωμένο στίγμα της ανατολικής σκέψης, αποτελούν το ειδικό βάρος αυτού του νέου βιβλίου και συνυπάρχουν ως απόσταγμα αφαίρεσης και συμπύκνωσης του νοήματος, αφήνοντας το ζήτημα της μορφής να αποσύρεται σε δεύτερο πλάνο. Γι’ αυτό άλλωστε, δεν ασχολούμαι εδώ με όποιες αισθητικές επισημάνσεις, αλλά με την αρχιτεκτονική της φιλοσοφίας του Γ.Β., την οποία και παρακολουθώ με ιδιαίτερο σεβασμό. Στο παρόν έργο η ψηλάφηση της Ομορφιάς γίνεται σε έναν άλλο τόνο : το υποκείμενο-ποιητής συγκατανεύει με τη σιωπή, γιατί ο περιβάλλων κόσμος, η φύση, τα όντα και η επικράτειά τους είναι ήδη για κείνον «κείμενα». (Τα σύννεφα σήμερα η στίξη, η ελάχιστη τ’ ουρανού).



 Η παρούσα ποίηση με τη χρήση της λέξης βλέπω, δεν μας δίνει αυτό που θα βλέπαμε αν κοιτάζαμε έξω από το παράθυρό μας. Ο Γ.Β. μαζί με τους σοφούς της Ανατολής και τον βαθύτερο μυστικιστικό ψίθυρο ολόκληρης της θεολογικής παράδοσης, μοιάζει να μας λέει: η γραφή περισσεύει· ο ίδιος ο κόσμος, η φύση, τα όντα, η γήινη αλλά και η συμπαντική πραγματικότητα, αυτά και μόνον αυτά είναι η μεγάλη αφήγηση, μια λεκτική και ταυτοχρόνως υλική παράσταση, που ευθύνεται για το ποίημα της Ύπαρξης. Υπό μια τέτοια έννοια, οι λέξεις δεν προηγούνται αλλά έπονται (Είναι και οι λέξεις μια βουκαμβίλια). Κι ακόμα: το σύμπαν, σαν κατάσταση αναρίθμητων συμμετοχών, με τα γεγονότα, τα φαινόμενα, τις λάμψεις, τα πλάσματα, τα θαύματά  του, ζει και μέσα στον άνθρωπο, εκεί όπου όλες οι «διαφορές» καταργούνται, για να αναδυθεί το κάλλος του Ενός.

Η ΕΦΗΜΕΡΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ

μετά την καταιγίδα –
τι κείμενο!
Συνομιλεί με τα παιδιά των αγροτών
μια διακήρυξη σθένους
δέντρο τιμιότερο των βιβλίων
δέξου με


{Σημ. «Το μάτι φτάνει άνετα στη Λισαβώνα» : Στίχος του Νίκου Καρούζου από το ποίημα, Παυσίπονον, της συλλογής Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα)


     Ιουνιος 2014

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΔΙΟΔΟΣ)







Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Kλεοπάτρα Λυμπέρη - vitam impendere vero






Vitam impendere vero 
                       



ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΈΡΗ
Vitam impendere vero

Να αφιερώνεις τη ζωή σου στο αληθινό. Ιδού
μια ακόμη εκδοχή για τη διάρκεια. 
Το αληθινό είναι πάντα γυμνό, ολοτσίτσιδο
με όλες του τις λέξεις και τα συμπράγκαλα
τρέχει προς τα βάθη, αφήνει στον αφρό όλα τα
ψέματα, καταστρέφει τα νούφαρα
ο πυθμένας να μένει σε άγρια ερημιά.
Ως γνωστόν οι φιλόσοφοι
βγαίνουν γυμνοί στο δρόμο μαζί με τις μπανιέρες· οι
μπανιέρες τους ακολουθούν· η αλήθεια είναι
ανήσυχη,  κυνηγά τον κολυμβητή της.

(Μα τι εννοείτε επιτέλους με τη λέξη αληθινό;
–λέει ο μαθητευόμενος–
δεν κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια.)

Ο ποιητής ο κολυμβητής μόνο αυτός ξέρει
να βγάζει απ’ τα βαθιά με τ’ αγκίστρι του
το λαμπερό ψάρι.

 
      

(Ο ποιητής ο ποιητής, που καίει τον
ουρανίσκο του
με κάτι παλιολέξεις σαν ξυνόμηλα)