Translate

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Γιώργος Βέης - Βλέπω



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
«ΒΛΕΠΩ»
Εκδόσεις Ύψιλον (2013)

από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη

ΤΟ ΜΑΤΙ ΦΤΑΝΕΙ ΑΝΕΤΑ ΣΤΗ ΛΙΣΑΒΩΝΑ                                     
                      
                 
                Eίμαστε από κεράσια
                ξαφνικά αδάμαντες
                   Γιώργος Βέης 


Το μάτι αναδύεται από το φως για το φως…. Το μάτι είναι δημιούργημα της φωτιάς, γράφει ο εμπνευσμένος (μυστικιστής) Τζιμ Μόρισον, των Doors.  Με την επιλογή αυτής της λέξης ως τίτλου για τη νέα του ποιητική συλλογή, ο Γιώργος Βέης μας παραπέμπει σε μια πλούσια φιλολογία με πολύ πνευματικές σημάνσεις. Το βλέπειν, άλλοτε ως «αιφνίδια φώτιση» (όπως την αντιλαμβάνεται η ανατολική σκέψη), άλλοτε ως «παραίτηση από το εγώ» (όπως το έθεσαν οι χριστιανοί Πατέρες και oι ασκητές της ερήμου), άλλοτε ως «δυναμικό εμβάθυνσης» (όπως το οριοθετεί η ψυχαναλυτική ερμηνεία) κι άλλοτε ως «όραμα, φαντασία και ουτοπία» (oπως το βιώνουν οι καλλιτέχνες και οι φιλόσοφοι της Δύσης), συνοψίζει τις διαδικασίες μιας ουσιαστικής ψυχοπνευματικής δραστηριοποίησης.
    Ο Γιώργος Βέης «βλέπει». Δηλαδή, διεκδικεί την αληθινή επαφή με τον κόσμο και τα πράγματα. Ήδη από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, είχε τη σαφή τάση να ξεφύγει από το αίσθημα της περιορισμένης ιδιωτικότητας προς τον ανοιχτό χώρο μιας διευρυμένης ζωής, της Ολόκληρης ύπαρξης. Έτσι δεν αρκέστηκε να μας μεταφέρει κόσμους, εικόνες, στοιχεία παραδόσεων και πολιτισμών, αποκλειστικά μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, αλλά προσπάθησε επίμονα να ενσωματώσει μια πιο συνολική γλώσσα, όπως αυτή έχει υπάρξει σαν αμιγής κατάθεση της ανθρώπινης ψυχής μέσα από την λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Αν λοιπόν κάτι χαρακτηρίζει το έργο του, το ποιητικό και το συγγραφικό γενικότερα, είναι η διαρκής κινητοποίηση της ανθρώπινης γλωσσικής παρακαταθήκης, διαμέσου της συνομιλίας του με το υλικό άλλων συγγραφέων. (Αναφορές, στίχοι, τσιτάτα, βιβλία, ονόματα – ο Σπινόζα, ο Αντόνιο Ματσάδο, ο Τζελαλεντίν Ρουμί, ο Ίσσα, ο Κιού Σάο, ο Καμπαγιάσι Γιατάρο, ο Καρυωτάκης, ο Μαρκίδης – μια ολόκληρη αρχιτεκτονική του «έτερου», που συμπαρασύρει μαζί της ψυχικά κομμάτια για να στερεώσει το παρόν έργο σε μια πιο ευρεία διάσταση).

Από τον Πλατωνικό Κρατύλο, αντιγράφω μια φράση του Σωκράτη : Εντεύθεν δη μόνον των θηρίων ορθώς ο άνθρωπος άνθρωπος ωνομάσθη, αναθρών, ά όπωπε (ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε «άνθρωπος», γιατί είναι το μοναδικό ζώο που  παρατηρεί  με μεγάλη προσοχή και συλλογίζεται ό, τι έχει δει».)
Στην ελληνική γλώσσα, υπάρχουν δυο διαφορετικές ονοματολογίες για τη δράση του βλέμματος. Η λέξη «κοιτάζω» υπηρετεί την περιδιάβαση, την ανάλαφρη περιπλάνηση των ματιών πάνω σε μια σκέτη επιφάνεια, το γλίστρημα στην άλαλη (μη έμψυχη) εικόνα, χωρίς την παραγωγή σημάνσεων. Η λέξη «βλέπω» όμως είναι άλλης βαρύτητας, έννοια δημιουργική, ενωμένη με τη διάκριση και το φαντασιακό, σε πλήρη ταύτιση με τη συνείδηση, σε πλήρη σύμπραξη, συνομιλία και αλληλοδιάδραση με το γίγνεσθαι, έννοια στην οποία απαντά κάθε είδους πραγματικότητα. Το «βλέπειν» αποτελεί τη γέφυρα του ιδιωτικού αισθήματος με την ψυχή του κόσμου (γεγονός που δεν αφορά βεβαίως εικόνες αλλά ουσίες) συνενώνοντας το πραγματικό (εξωτερικό) με έναν βαθύ μυστηριακό (εσωτερικό) χώρο, ώστε να παραχθεί Νόημα.
Προσπαθώντας να προσεγγίσω μια προηγούμενη ποιητική συλλογή του Βέη, είχα γράψει για την κατάσταση του Παρατηρητή και του κόσμου, δηλαδή, για δυο διαφορετικές πραγματικότητες που στέκονταν η μια απέναντι στην άλλη διαχωρισμένες : Από τη μια θέση, το λαίμαργο μάτι που ζητά να οικειοποιηθεί ό,τι βρίσκεται εκτός, και από την άλλη, ο ίδιος ο ζωντανός και ομιλητικός περιβάλλων κόσμος, που αναμένει και καλεί προς συνάντηση. Στην παρούσα συλλογή όμως, έχω την αίσθηση, ότι αυτή η απόσταση ανάμεσα στον Παρατηρητή και κάθε προσκείμενη ύπαρξη έχει πλέον καταργηθεί.

Αν και ο Γ.Β. συνεχίζει την περισυλλογή θραυσμάτων, εικόνων, τοπίων, προσώπων, πόλεων, συγκινήσεων, αισθηματικών γεγονότων, όπως ακριβώς στα προηγούμενα βιβλία (ως εργάτης που μοχθεί να συγκεντρώσει τα κομμάτια του μεγάλου ψηφιδωτού), δεν το κάνει πια με τον  τρόπο του υφαντή και συνθέτη (δηλαδή, διαχωρισμένος από τα πράγματα) αλλά ως κάποιος που με διαυγή συνείδηση συνυπάρχει ταπεινά με αυτό που υπάρχει. Και πιο ειδικά: Ως κάποιος που  ε ί ν α ι  αυτό που υπάρχει. Κι ακόμη πιο ειδικά : Ως κάποιος που έχει γίνει «ο άλλος». (Έρχεται πάντα στην ώρα του ο Χέντερλιν/…./ πιστεύει πως είναι αυτός που έγραψε, μεταξύ άλλων/ εκείνους τους στίχους για μια εντελώς απίθανη Πάτμο/ κάποια στιγμή θα του φανερώσω όμως την αλήθεια/ότι δηλαδή όχι αυτός, επ’ ουδενί, αλλά εγώ είμαι εκείνος).


Η παραπάνω κατάσταση προφανώς αποτελεί την απόληξη της χωροταξικής και κειμενικής περιπλάνησης του Γ.Β, την τελική του μύηση σε μια καθολική πνευματικότητα. Γι αυτό και ο τίτλος «Βλέπω» σε αυτό το βιβλίο ίσως τελικά είναι παραπλανητικός. Ίσως θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον τίτλο «Είμαι» (εννοώντας ότι μέσα στον ποιητή έχει γίνει η σύζευξη ανθρώπου-φύσης, ύλης-πνεύματος, λόγου και σιωπής, μια σύζευξη που διατρέχει, ως ιδέα και ζωντανό αίσθημα,  ολόκληρη την παρούσα συλλογή).
Απομάγευση τοπίου ίσον θάνατος. Πάνω σε αυτόν το στίχο (που επανέρχεται σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Γ.Β. σαν σταθερή υπόμνηση), μοιάζει να είναι δομημένη η σκέψη του για τη διάσταση και τη χρήση της ποιητικής λειτουργίας. Μια αντίληψη που συνδέεται κατευθείαν με την αντιστροφή του Διαφωτισμού. Όμως αυτή τη «μαγική πνοή», ο Γ.Β δεν τη συναντά τελικά στην ψηλάφηση μιας υπερβατικής διάστασης της πραγματικότητας αλλά στο ίδιο το απτό πρόσωπο του κόσμου και της ζωής, δίνοντας τον πρώτο λόγο στη μεγάλη μητέρα Φύση. Ολιγόλογη είναι η φύση στην ομιλία της, διαβάζουμε στο Τάο Τε Τσινγ. Μια τέτοια συμπυκνωμένη ομιλία, η οποία καταγράφεται με αμεσότητα στην ανθρώπινη συνείδηση, μπορεί να μεταφέρει τη λάμψη της αληθινής ομορφιάς. Κι αυτό δεν θα συμβεί με την μονοσήμαντη ανταπόκριση του υποκειμένου, αλλά με την αναδίπλωσή του μέσα στην αρχέγονη ουσία, εκεί όπου υπάρχει «το όνειρο του Ενός», μοιάζει να υποστηρίζει ο Γ.Β.


Στην ανατολική παράδοση, τα «κοάν» είναι η πρακτική εργασία των μαθητών του Ζεν και στοχεύουν στην θραύση της έλλογης διάταξης του νου, με σκοπό την αφύπνιση και τη φώτιση. Το πρώτο κοάν που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό  ονομάζεται Ken-Sho Κοάν (Ken = βλέπω, Sho = ουσία). Ο Βέης, τιμητής της ανατολικής πνευματικότητας και βαθύς γνώστης του πολιτισμού και των παραδόσεών της, είναι φανερό ότι μαθήτευσε δεκαετίες για να μπορεί  «να βλέπει την ουσία», ανιχνεύοντας, μέσω της ποίησης, ό,τι του χαρίζει την άμεση εμπειρία του σύμπαντος και την κατάργηση της διαφοράς πνευματικού-υλικού. (Στα χρώματα του κήπου - η δύναμη/ μονοθεϊσμοί πολυθεϊσμοί συγκεντρώνονται κι αυτοί εδώ/ λάμπουν… ) Έτσι σε αυτό το τελευταίο βιβλίο, η χρήση ενεστώτα του ρήματος «βλέπω» υπαινίσσεται ότι η μαθητεία του Γ.Β. (η οποία υλοποιείται διαρκώς μέσα στην ποίηση) υφίσταται σαν ένα πλήρες έργο στον παρόντα χρόνο, έχοντας ως πρώτο παραλήπτη την ίδια την εσωτερική ζωή του ποιητή.
  Βλέπω σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις διαφορές, έχει γράψει ο Ίταλο Καλβίνο. Αλλά και η ίδια η φιλοσοφία έτσι έχει οριστεί, ως η τέχνη της διάκρισης. Η ευχέρεια του Βέη να διαχειρίζεται τη φιλοσοφική σκέψη (άλλοτε εμμέσως και υπαινικτικά κι άλλοτε με την κατευθείαν παράθεση φιλοσοφικών σημάνσεων) είναι από τα ατού της συγγραφικής του δουλειάς. Εντούτοις, κάθε ποιητής γράφει (θα έπρεπε να γράφει) με τα αισθήματα και τις συγκινήσεις του. Ο Βέης δεν παρεμβάλει το σκεπτικό και τα εφόδια του δυτικού ανθρώπου παρά μόνο για να δημιουργήσει πολιτισμικές γέφυρες. Η πραγματική του  μέριμνα είναι να μας μεταφέρει ένα καθαρό βίωμα : το ρίγος της κοσμικής ενότητας που εμπεριέχει και την αλληλοδιάδραση των στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, ο Παρατηρητής έχει μετατραπεί σε Συμμέτοχο και ο ατομικός στοχασμός έχει δώσει τη θέση του στον κυματισμό μιας ελευθερίας που προσομοιάζει στον Χορό του Σίβα.


  Το χαρακτηριστικό της συλλογής Βλέπω, είναι λοιπόν η τάση υποχώρησης του υποκειμένου, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του ποιητικού εγώ (όπως έχω ήδη γράψει και παλιότερα για την ποιητική δουλειά του Γ.Β). Έτσι η όποια απόλαυση του αναγνώστη κερδίζεται μέσω της απλότητας που προκύπτει από αυτή την υποχώρηση. Η απλότητα μαζί με το πολύ καλά αφομοιωμένο στίγμα της ανατολικής σκέψης, αποτελούν το ειδικό βάρος αυτού του νέου βιβλίου και συνυπάρχουν ως απόσταγμα αφαίρεσης και συμπύκνωσης του νοήματος, αφήνοντας το ζήτημα της μορφής να αποσύρεται σε δεύτερο πλάνο. Γι’ αυτό άλλωστε, δεν ασχολούμαι εδώ με όποιες αισθητικές επισημάνσεις, αλλά με την αρχιτεκτονική της φιλοσοφίας του Γ.Β., την οποία και παρακολουθώ με ιδιαίτερο σεβασμό. Στο παρόν έργο η ψηλάφηση της Ομορφιάς γίνεται σε έναν άλλο τόνο : το υποκείμενο-ποιητής συγκατανεύει με τη σιωπή, γιατί ο περιβάλλων κόσμος, η φύση, τα όντα και η επικράτειά τους είναι ήδη για κείνον «κείμενα». (Τα σύννεφα σήμερα η στίξη, η ελάχιστη τ’ ουρανού).



 Η παρούσα ποίηση με τη χρήση της λέξης βλέπω, δεν μας δίνει αυτό που θα βλέπαμε αν κοιτάζαμε έξω από το παράθυρό μας. Ο Γ.Β. μαζί με τους σοφούς της Ανατολής και τον βαθύτερο μυστικιστικό ψίθυρο ολόκληρης της θεολογικής παράδοσης, μοιάζει να μας λέει: η γραφή περισσεύει· ο ίδιος ο κόσμος, η φύση, τα όντα, η γήινη αλλά και η συμπαντική πραγματικότητα, αυτά και μόνον αυτά είναι η μεγάλη αφήγηση, μια λεκτική και ταυτοχρόνως υλική παράσταση, που ευθύνεται για το ποίημα της Ύπαρξης. Υπό μια τέτοια έννοια, οι λέξεις δεν προηγούνται αλλά έπονται (Είναι και οι λέξεις μια βουκαμβίλια). Κι ακόμα: το σύμπαν, σαν κατάσταση αναρίθμητων συμμετοχών, με τα γεγονότα, τα φαινόμενα, τις λάμψεις, τα πλάσματα, τα θαύματά  του, ζει και μέσα στον άνθρωπο, εκεί όπου όλες οι «διαφορές» καταργούνται, για να αναδυθεί το κάλλος του Ενός.

Η ΕΦΗΜΕΡΗ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΗΛΙΑΣ

μετά την καταιγίδα –
τι κείμενο!
Συνομιλεί με τα παιδιά των αγροτών
μια διακήρυξη σθένους
δέντρο τιμιότερο των βιβλίων
δέξου με


{Σημ. «Το μάτι φτάνει άνετα στη Λισαβώνα» : Στίχος του Νίκου Καρούζου από το ποίημα, Παυσίπονον, της συλλογής Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα)


     Ιουνιος 2014

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΔΙΟΔΟΣ)







Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Kλεοπάτρα Λυμπέρη - vitam impendere vero






Vitam impendere vero 
                       



ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΈΡΗ
Vitam impendere vero

Να αφιερώνεις τη ζωή σου στο αληθινό. Ιδού
μια ακόμη εκδοχή για τη διάρκεια. 
Το αληθινό είναι πάντα γυμνό, ολοτσίτσιδο
με όλες του τις λέξεις και τα συμπράγκαλα
τρέχει προς τα βάθη, αφήνει στον αφρό όλα τα
ψέματα, καταστρέφει τα νούφαρα
ο πυθμένας να μένει σε άγρια ερημιά.
Ως γνωστόν οι φιλόσοφοι
βγαίνουν γυμνοί στο δρόμο μαζί με τις μπανιέρες· οι
μπανιέρες τους ακολουθούν· η αλήθεια είναι
ανήσυχη,  κυνηγά τον κολυμβητή της.

(Μα τι εννοείτε επιτέλους με τη λέξη αληθινό;
–λέει ο μαθητευόμενος–
δεν κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια.)

Ο ποιητής ο κολυμβητής μόνο αυτός ξέρει
να βγάζει απ’ τα βαθιά με τ’ αγκίστρι του
το λαμπερό ψάρι.

 
      

(Ο ποιητής ο ποιητής, που καίει τον
ουρανίσκο του
με κάτι παλιολέξεις σαν ξυνόμηλα)


















Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Κώστας Ριζάκης





Διαβάζω αυτές τις μέρες το βιβλίο του Κώστα Ριζάκη ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ / Ποιήματα Α΄(1985-2010) στον καλαίσθητο τόμο που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις των Φίλων (2011). Ο ποιητής της Λαμίας (γνωστός μου από τη δεκαετία του 90 και το περιοδικό Πάροδος, όπου δημοσίευσα τα πρώτα μου ποιήματα), είναι ένας επίμονος εργάτης της γλώσσας, ο οποίος, αισθάνομαι, δεν δουλεύει με τις λέξεις αλλά με τους ήχους που προηγούνται των λέξεων. Και είναι οι ήχοι αυτοί βαρείς και υπόκωφοι, διαποτισμένοι από τη μοναχική πορεία του απομονωμένου ανθρώπου, από οδυνηρά αισθήματα, τρόμους, αγωνίες, αποστάσεις, εγκλεισμούς, ποικίλα ψυχικά βάρη, που  εντούτοις γεννούν λαμπρούς  στίχους και ποιητικές ατμόσφαιρες. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ποίησης η μουσικότητα, που υποτάσσει τις λέξεις (να πω καλύτερα, καθυποτάσσει) σε ειδικά μοτίβα, σχεδόν σχεδιασμένα ως πεντάγραμμα, με αυστηρούς μετρικούς νόμους και μουσικές δομές.



            KΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ

            Το  ποίημα

          Ξανά ένα τραίνο πριν
          από το ποίημα –
          ένας βαρύς συρμός που με παιδεύει

          πάλι ένα τραίνο έπειτ’ απ’ το ποίημα
          κλειδώνει μάτια σε κλειστές κοιλάδες
          όπου τα όρη αλυχτούν – βουνό το ποίημα
          όπου η θάλασσα σιγή – κύμα το τραίνο

          αυτό το τραίνο που όχι μες το ποίημα
          όχι ποτέ μαζί μου αυτό το τραίνο
          ώστε αν η ώρα μου ξυπνά μεσ’ απ’ το ποίημα
          ξανθός πνιχτός καπνός να σημαδεύει

          πάντα ένα πριν
          έ ν α  μ ε τ ά
          το ποίημα

          όπου καπνός
          ε κ ε ί  φ ω τ ι ά ς
          το δράμα





Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Κλεοπάτρα Λυμπέρη - Η λέξη Θεός-




ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
Η ΛΕΞΗ ΘΕΟΣ
   (με τον τρόπο του Ν.Κ.)

Από θανάσιμο θήτα η λέξη Θεός· μου ψιθύρισε χθες πως
κάτι κάτι θέλει να μου πει, θέλει να μιλήσει  να εξηγήσει
να βάλει το πράγμα στη θέση του – τόσες εκδοχές
τόση ερημιά (αφού από θήτα ο θάνατος, και η αθανασία
του θήτα επανάληψη).

Θέλω κάποιες λέξεις να σε πω – άλλες από εκείνες που
ξαπλώνουν στα ανάκλιντρα των ποιητών.
 Ας σχηματιστεί το ηφαίστειο: Ουράνιος; Νεφεληγερέτης;
 Κινδυνώδης; Τρεχούμενος; Ιπτάμενο ιστίο;  Φως στα
 υπόγεια της σαρκός; Υπερώον;
Στο ταμείο του ευσεβούς να σε ψαξω;
(η λέξη ευσέβεια, σήμερα,  μάλλον αστεία)

Ποια λέξη; Οίνος ή σταφύλι; Για τα χείλη; Για την καρδιά;
Φάρμακο για την αρρυθμία; Πώς σε εννοούν
όλοι οι άλλοι; Στην έννοια «υπάρχω» στην έννοια
 «δεν υπάρχω»; Να σε πω, ον εξ απορρήτων;

Είτε  υπάρχεις είτε δεν υπάρχεις
το αίσθημα αυτό - μιας γλώσσας που κάτι αναζητά -
λαμπτήρας είναι, μόλις άναψε και καίει
(όπως το τέλειο ποίημα που φλογίζει το νου του ποιητή
σαν μια υποσχόμενη φτερούγα).


       Πρώτη δημοσίευση στο poeticanet

Π



Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Από την Κλεοπάτρα Λυμπέρη

ΜΗΝΑΣ ΒΙΝΤΙΑΔΗΣ
ΚΑΤΩ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ




             Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

Ένα θεατρικό έργο με έντονο κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό, μια
ηχηρή κριτική για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης αλλά και της κρίσης
των θεσμών και των αξιών που καταπατήθηκαν από την υλιστική αντίληψη
του σύγχρονου Έλληνα. Ο Μηνάς Βιντιάδης, δημοσιογράφος και συγγραφέας
5 βιβλίων, μετά το τελευταίο του μυθιστόρημα Τηγανίζουν πατάτες στον Άρη,
το οποίο κινήθηκε στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, συνεχίζει σε εντελώς
διαφορετικό κλίμα: Ο Κάτω Παρθενώνας είναι ένα κείμενο αμιγώς ρεαλιστικό,
ωμό, σκληρό, γυμνό, αλλά ταυτοχρόνως θερμό και τρυφερό, γεμάτο από τους
χυμούς της καθημερινότητας, ένα έργο που μας κερδίζει με την ανθρωπιά του.


Από το κείμενο αυτό δεν λείπουν οι υπαρξιακές νύξεις, ούτε τα φιλοσοφικά
ερωτήματα. Το μείζον θέμα περί της ουσιαστικής ζωής και της αληθινής υπαρ-
κτικής ελευθερίας αποτελεί κέντρο της παρούσας συγγραφικής προσπάθειας.
Ο Βιντιάδης κατασκευάζει δύο ήρωες ως αντίθετους πόλους, τον επιτυχημένο
κοινωνικά (πλην έκπτωτο πλέον) χρηματιστή και τον αποτυχημένο κλοσάρ
(χτυπημένο από την κρίση και ένοικο μιας σπηλιάς κάτω από την Ακρόπολη),
οι οποίοι αποτελούν αντιστοιχίες δύο κομματιών της ελληνικής κοινωνίας.
Ο χρηματιστής έχει στηρίξει ολόκληρη τη ζωή του πάνω στην οικονομική επιβε-
βαίωση. Ο κλοσάρ, αντιθέτως, θυμίζει τον αρχαίο Διογένη, τον κυνικό φιλόσοφο
που έζησε μέσα στο πιθάρι υποστηρίζοντας ότι η ευτυχία βρίσκεται στην απλή
φυσική ζωή, την πνευματική άσκηση, την αυτογνωσία, τη λιτότητα, την αυτάρκεια.
Φανερά κατήγορος της υλοφροσύνης, ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι το
χρήμα συνοψίζει συνήθως και τον θάνατο της αληθινής ανθρώπινης διάστασης,
καθώς σκορπίζει τις ψυχικές δυνάμεις προς την ενασχόληση του περιττού.

Ο Μηνάς Βιντιάδης δεν ανατέμνει εδώ μόνο το σύγχρονο πολιτικό και κοι- 
νωνικό σκηνικό, αλλά και την ψυχική ζωή του Έλληνα, επιχειρώντας να δώσει
κάποιες εξηγήσεις για τα αίτια της κρίσης. Με γλώσσα άλλοτε χιουμοριστική,
άλλοτε καυστική, αναπτύσσει την ιστορία του με 15 σύντομες σκηνές, κρατών-
τας το ίδιο πάντα σκηνικό πλαίσιο, ένα (μεταφορικό) ριγκ, στο οποίο διεξάγεται
η πάλη ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο υλικό και το πνευματικό, στο ψεύτικο
και το αληθινό. Μέσα από τη συνύπαρξη των δύο ηρώων, ο λόγος καταθέτει ιδέες
(δηλαδή δοκιμάζει να επαναφέρει το χαμένο Νόημα, το χαμένο αξιακό σύστημα)
καθώς αναφέρεται στον ανθρωπισμό, την απλότητα, την ελευθερία, την αυτάρκεια,
την αλληλεγγύη, την πίστη στην ύπαρξη, την ανάγκη υποστήριξης ενός αυθεντι-
κού μοντέλου ζωής. Κυρίως όμως μας συνδέει με το απώτερο παρελθόν αυτής της
χώρας, την Ελλάδα των διαχρονικών αξιών του πνεύματος.

Η Καρυάτιδα, ως λίαν επιτυχημένο θεατρικό εύρημα, αποτελεί στο παρόν
κείμενο το σύμβολο του αρχαιοελληνικού κόσμου, που αν και «παρακολουθεί
σιωπηλός» τα δρώμενα επί σκηνής (τα δρώμενα στη χώρα) χωρίς να μπορεί να
επέμβει, υπενθυμίζει τη σημασία του πνεύματος, που έθεσε κάποτε τις βάσεις
της ευρωπαϊκής σκέψης. Η Καρυάτιδα είναι η ίδια λάμπουσα ψυχή της  Ελλά-
δας, ζωντανή και διαρκώς εποπτεύουσα, παρά τη σύγχρονη κοινωνική  κατιού-
σα, τις πολιτισμικές αλλοιώσεις, τη διάλυση κάθε ιδανικού.
     
Πολύ εμπνευσμένη η τελευταία πράξη του έργου, όπου ο κλοσάρ καλεί τον
χρηματιστή να κάψει τα χρήματά του, σε μια συμβολική Πράξη τελικής απελευ-
θέρωσης από το νοσηρό κοινωνικό μοντέλο που κατασπάραξε τη ζωή του.
Ο Κάτω Παρθενώνας είναι τελικά ένα υπαρξιακό έργο καλά στηριγμένο στο
ιστορικό πλαίσιο και σε όλες εκείνες τις εξωτερικές σημάνσεις που προσδίδουν
στο κείμενο τη ρεαλιστική του αξία, ενισχύοντας και την ιδεολογική του θέση.
Εν τούτοις, η τελική λύση του συγγραφέα για την απόρριψη μιας «παλιάς» ά-
νευ νοήματος ζωής και την έξοδο προς την ελευθερία και την αλληλεγγύη, δεν
αποτελούν μόνο πολιτική και φιλοσοφική στάση, αλλά και έναν σχεδόν θρησκευ-
τικό σχολιασμό.


 Ο Βιντιάδης χρησιμοποιεί απλή  καθημερινή γλώσσα, χωρίς επιτηδευμένα
σχήματα και λυρικές κορώνες, γι’ αυτό οι ήρωές του έχουν φυσικότητα και δεν
μας ξενίζουν στο ελάχιστο. Το εύρημά του για το στήσιμο μιας δολοφονίας (άλ-
λο ένα σύμβολο που παραπέμπει στην ανάγκη κατάργησης της παλιάς ζωής, ώ-
στε να ακολουθήσει η αναγέννηση), εκτός από την ίδια την πλοκή, υπερασπίζε-
ται και την ιδέα της γνωστής ελληνικής ατσιδοσύνης, που συχνά αξιοποιείται
«για καλό σκοπό». «Βλέπω μια ευκαιρία σε κάθε καταστροφή», λέει ο κλοσάρ
στον χρηματιστή, εγγράφοντας τον ορισμό της αισιοδοξίας και της πίστης, ένα
στίγμα που δίνει και το τελικό πρόσημο στο παρόν έργο.
     
Ο Μηνάς Βιντιάδης με κάνει να σκέφτομαι τον Παρθενώνα ως ανεστραμμένο
αξιακό σύμβολο, που μετέχει στην πτώση της χώρας (πραγματική και φαντασια-
κή), μη μπορώντας να επηρεάσει πλέον ιδεολογικά με το βαθύτερο νόημά του. Το
σύγχρονο πνευματικό μνημείο, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας, δεν είναι ο περί-
λαμπρος ναός  (το γνωστό μας κτίσμα όπως πουλιέται στις καρτ ποστάλ για τους
τουρίστες), αλλά ο Κάτω Παρθενώνας: η εγκατάλειψη μιας ιδέας μεγαλείου που
βάραινε πάντα τον Έλληνα λόγω της ειδικής καταγωγής του, και –για να το πω με
σύγχρονη γλώσσα– η εγκατάλειψη του πλούτου και του φαίνεσθαι, που αποτελούν
το άλλο πρόσωπο της φθαρτότητας. Διότι ο αληθινός Παρθενώνας ίσως δεν βρίσκε-
ται πια «εκεί πάνω», αλλά «εδώ κάτω» : είναι η αυθεντική ταπεινή Φωνή που καλεί
την ελληνική ψυχή να ξαναβρεί τις αληθινές αξίες του πνεύματος, για να ξεκαθαρί-
σει την ήρα από το στάρι, μετουσιώνοντας στη φωτιά της κάθαρσης όλα όσα την
παραπλάνησαν.


Χολαργός 2016