Translate

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ

ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ 
ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ
ναταλια κατσου ναταλια κατσου
ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ
         ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ





ξεκολλήστε αυτό το βρεγμένο τσουβάλι
από πάνω μου
μωρό βουτηγμένο στον αέρα στα υγρά μου
πράσινο από τις βλέννες και την προσπάθεια
μου μοιάζει το κλάμα  μου τρυπάει
τα τύμπανα
των άγριων κυνηγών
τα τύμπανα στο λαβύρινθο της οδύνης
ακόμη στην μήτρα μου μέσα ανακατεύονται
κλαδιά μυτερά και μαύρα
τα νύχια του
να σκάψει για ανάσα
κι αφού βγήκε
τι κρέμεται εδώ στο βυζί μου
στο μηρό μου
γλιστράει καθώς τρέχω
γαντζώνεται πάλι
να ρουφήξει  γάλα των ματιών μου
να πιπιλίσει τη γλώσσα
δόντια δεν έχει ακόμη
πώς να κόψω τον λώρο
να γλιτώσω δρόμο
να φτάσω πίσω στον ύπνο

…………………………………………………………………………………

έχω ξεχαστεί     μπότες γάντζοι σχοινιά αξίνες γάντια και  φωνές κυνηγών
μέσα στο χιόνι                                                                 εγώ ανάσκελα
τριγυρίζω                                                            διαλυμένη παπαρούνα
ξεχειλωμένη ανάσα                                                                  στο χιόνι
δε με φέρνει
ούτε μια μέρα πιο κοντά
στο γούνινο εκείνο  ουρλιαχτό                               κοιμάμαι τον εφιάλτη
ομοίωμα  ξεκολλημένο από το δέρμα μου                                    ακόμη

                                                         από το ‘UrsusMaritimus
                                                          ποιητική Ιούνιος 2011






Φοβάμαι την ασπιτοσύνη

να περιφέρω σκισμένη
την πείνα μου
σε μια χαρτοσακούλα
κι αυτήν για στρώμα
στα κανάλια των ορμητικών πόλεων

[θα μου κάψουν όλα τα δάση
με τις συνειδήσεις μια μέρα]

οι γούνες μου θα ουρλιάζουν
στις στέγες κρεμασμένες

βρικόλακες των απελθόντων

βρωμάει δόξα και ιστορία
[φρυκτωρίατης απανθρωπιάς]

                                                                            από την [Φημονόη]      
                                                                              ποιητική-καλοκαίρι 2012







η βασίλισσα



πώς τολμάει αυτός ο ξένος“πεφευγώς εξ Αθηνών επί φόνω”
να εμφανίζεται ρακένδυτος
και αμίλητος “φωραθέντος δε του νεκρού
μπροστά σε μας και στο λαό;                                  κριθείς εν Αρείω Πάγω
και καταδικασθείς προς Μίνωα έφυγε”

τοις Σικανοίς διέτριψε πλείω χρόνον,                     
θαυμαζόμενος
άκουσα γι’ αυτόν τόσα πολλάεν τη κατά την τέχνην υπερβολή”
που δε μου φτάνουν  

ξεσηκώθηκα
να τον υποδεχτώdeorumsimulacraprimusfecit
-αυτό πρέπει να κάνει η γυναίκα του βασιλιά

ζεσταίνομαι. έχουν πυρώσει τα διαδήματα
κι είναι μονάχα ξημέρωμα                                      λένε θ’ αργήσει να ξαναδεί

γιατί κοιτάζει κατάματα τον ήλιο;


από το βιβλίο ‘Κοχλίας’
Εκδ. Κέδρος 2012





  
 Νυμφαλίς [απόσπασμα]


δεν κουβαλάω ποτέ χρήματα
ξέρω μόνο να προσφέρω και να δέχομαι
τους άλλους

έχω λίγα κέρματα
τα στριφογυρίζω στην παλάμη μου
τα ρίχνω στον αέρα
ήχος από πυγολαμπίδες που πέφτουν
τα μαζεύω σε ένα βάζο δίπλα στην πόρτα
να φωσφορίζουν

κάθε επισκέπτης ευχαριστημένος
αφήνει ένα κίτρινο νόμισμα σημάδι
ευγνωμοσύνης κι ότι θα επιστρέψει




*

χρυσά κουμπιά κλεμμένα
από τα μάτια των προγόνων
τώρα οι νεκροί είναι τυφλοί

πίσω από την άμμο των βυθών
πούδρα βρεγμένη μάσκα ανυπαρξίας
στην επιφάνεια γίνεται δέρμα

με βαμμένα χείλη να γυαλίζουν
προβάρουμε τον θάνατο

αστερίες πεταμένοι στον ουρανό
χλιμιντρίζοντας υποσχέσεις

διάλεξε εμένα
αστράφτω χωρίς δαχτυλιές

κι αποτυπώματα


Se Vostra Grazia mi comanda
ce n'ho un assortimento

δεν έχω αδέλφια ούτε κανέναν
μαθαίνω γρήγορα να γίνομαι οι άλλοι

ενσωματώνομαι

σπαθί πάντα ακονισμένο
άνθρωπος που ξαναβλέπει

                                                                  από το βιβλίο Νυμφαλίδες
                                                                  Εκδόσεις Κέδρος 2015










Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Γιώργος Κασαπίδης

   ΓΙωΡΓΟΣ ΚΑΣαΠΙΔΗΣ       ΓΙΩΡΓΟΣ       ΚΑΣαΠΙΔΗΣ 
    ΓΙΩΡΓοΣ ΚΑΣΑΠΙΔΗΣ ΓΙωΡΓΟΣ
 ΚΑΣΑΠΙΔΗΣ
                ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣαΠΙΔΗΣ   
                          ΓΙΩΡΓοΣ    ΚαΣαΠΙΔΗΣ               ΓΙΩΡΓΟΣ                                                    

              ΜΕ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
                     
                                 Η σπασμένη κιθάρα στον καναπέ και το σώμα
                              μιας κούκλας ακέφαλο στο περβάζι, α… 
                                        και η γλάστρα στο μπαλκόνι μόνη,
                                           δίχως γαρδένια ή βασιλικό, όλα συνηγορούν
                                                  στο απόλυτο μιας αταξίας που συνταράζει.

                     Αν δεν φοβόμουνα τις πτώσεις στο γυμνάσιο
                          και μάθαινα να εκτελώ σωστά την κατακόρυφο
                              ίσως, ανάποδα να τα ’βλεπα όλα πάλι από την αρχή
                                    τακτοποιημένα, ευπρόσιτα , αληθινά…

                                  όπως εκείνο το αστέρι που δεν φαίνεται
                              αλλά είναι, κομμάτι από τη φωτογραφία
                           του φίλου που αγκομαχά να κρατηθεί στο κάδρο
                       το αχειροποίητο, μιας μνήμης που φυραίνει






κι έτσι τα τόξα τα δυσεύρετα των ινδιάνων
      λάφυρα τώρα κρεμασμένα πάνω από το τζάκι
για να φαντάζει πιο αρχοντικό το σπίτι
      στα μάτια των ανίδεων επιγόνων.
/

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Πάσχος


ΓΙαΝΗΣ ΠΑΣΧΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΣΧοΣ                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΣΧοΣ
                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΣΧΟΣ             γΙΑΝΝΗΣ                           ΓΙΑΝΝΗΣ ΠαΣΧΟΣ
                                                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΣΧΟΣ



Ενόρμηση

Μόνο αυτή θυμάμαι από παιδί,

σαν με πήρε αγκαλιά όταν
άρχισα να κλαίω σπαρακτικά.
Είδε κι απόειδε, ότι με τίποτε
δεν μ’ έκανε καλά,
τη μπλούζα της σήκωσε
και τη ρώγα του στήθους δειλά
στα χείλη μου ακούμπησε.

Κοριτσάκι ήταν,
το πολύ δεκαπέντε χρόνων,
άπειρη από παιδιά.



Καλοκαίρι

Κερασάκια 
κόκκινα, κατακόκκινα, δροσερά,
περήφανα, μεστά, ολόκληρα, ολοστρόγγυλα
δειλά τα πρωινά και τα βράδια ανυπάκουα
πορφυρά χρωματίζουν τα χείλη μου.
Εξημερωμένος
απολαμβάνω άυπνος
την ανατριχίλα του θαύματος.





Ο  γέρων Κίμων

Σαν καταδικάστηκε ο γέρων  Κίμων σε ασιτία
μόνο στην κόρη του την Πήρα

επέτρεπε ο φρουρός
στη φυλακή να τον επισκεφθεί.
Οι μέρες περνούσαν και ο γέρος
στο κελί του βόλτες έφερνε
και κουβέντα με τους φρουρούς έπιανε.
Απόρησαν οι δικαστές και κάθε τόσο  ρωτούσαν

αν  πέθανε
και λογική απάντηση  για την κράση του
την ανεξήγητη  δεν είχαν.
Πέρασαν  μήνες κι ο θάνατος τον γέροντα
δεν άγγιζε.
Φοβήθηκαν οι προύχοντες
μήπως  άδικη  και αυστηρή ήταν η καταδίκη 
και  των θεών  οι κατάρες
πάνω τους θα ’πεφταν αν δεν τον ελευθέρωναν.
Κανείς δεν υποπτεύθηκε  την κόρη του την Πήρα,
που σε  σκοτεινή  γωνιά τον βύζαινε σαν  τον επισκεπτόταν.
Μα σαν ο γέρος ελεύθερος αφέθηκε,

την κόρη του δεν άντεξε ξανά να αντικρίσει

κι από βράχο ψηλό
στη θάλασσα  έπεσε ένα πρωινό,
πριν γεννηθεί ο Ρούμπενς
και αποκαλύψει στους ανθρώπους  το μυστικό
που τον  κράτησε  στη φυλακή για  μήνες ζωντανό.



Αλληλούια

Σταλαγματιά-σταλαγματιά

γουλιά-γουλιά
σταφύλια  μου όμορφα
πίνω και δεν χορταίνω.








Από την ποιητική συλλογή Μεγάλες Διώρυγες
(Εκδόσεις Μελάνι)




Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015




Προσθήκη λεζάντας







XΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


"Ήξερα πως αν με έπιανε στα χέρια του, θα με γυρνούσε μπρούμυτα. Του αρέσει πιο πολύ έτσι, με πονάει πολύ, πάρα πολύ, όλα σκοτεινιάζουν, γίνονται όλα τρύπα, γίνονται όλα πόνος και δεν υπάρχει τότε ούτε Θεός ούτε άνθρωπος, δεν είμαι ούτε δοχείο ούτε ζώο ούτε θύμα, δεν είμαι όργανο αναπαραγωγής, είμαι η Σιγκάλ και δεν θέλω να με αγγίξει, θέλω να τρέξω, να κολυμπήσω μίλια και μίλια και να έρθω σε σένα, να σε βρω Εμζάρα. Θα είσαι σκαρφαλωμένη στο δέντρο σου, το πιο ψηλό δέντρο του δάσους, θα ζεις μέσα στο ξύλινο καταφύγιο, το στρωμένο με πίσσα και θα με πάρεις αγκαλιά αδελφή μου Εμζάρα και δεν θα υπάρχει αυτό το μισητό γεροντικό σώμα με το ψόφιο πουλί και τις άσχημες οσμές, αλλά μόνο η δική σου μαλακή αγκαλιά. Και θα είσαι η μαμά μου πάλι ξανά. Όμως σήμερα το πρωί ο Νώε έκανε σαν να μην θυμόταν τίποτε. Τα είχε ξεχάσει όλα. Τον είδα κάποια στιγμή ψηλό και επιβλητικό, να δίνει διαταγές σε όλους μας και να διοικεί όλο αυτό το τεράστιο καράβι και να φροντίζει για τα πάντα και όλη την ώρα να στρέφει τα μάτια προς τον Θεό και ένιωσα ότι τον αδίκησα κατάφορα χθες. Πως καμία σχέση δεν έχει αυτός ο άνθρωπος με τον μέθυσο, μίζερο παλιάνθρωπο, που ήταν ο πατέρας μου. Αυτός είναι ενάρετος και δίκαιος και σοφός και ό, τι κάνει είναι καλώς καμωμένο. Απλώς κάποιες φορές το φορτίο του τον βαραίνει υπερβολικά και θέλει να ξεδώσει. Είναι και αυτή η βροχή που μας έχει σπάσει όλων τα νεύρα. Η μυρωδιά που τρυπάει το κρανίο μας, ο ρόγχος όλων αυτών των κοιμισμένων ζώων που πάλλονται όλα μαζί, όλη αυτή η ζωή που κοιμάται σε κύματα και που αν πλημμυρίσει, θα μας σαρώσει όλους. Άνθρωπος είναι και ο Νώε, έχει κι αυτός τις αδυναμίες του. Σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη, είναι άντρας σου και ίσως τον τιμάς και τον σέβεσαι. Ίσως σου φαίνομαι αχάριστη. Στο κάτω κάτω εγώ είμαι μέσα στην Κιβωτό. Εσύ είσαι κάτω από την ατέλειωτη βροχή και ίσως πια νεκρή. Ίσως ακούγομαι σαν ένα αχάριστο τέρας. Δεν είναι έτσι όμως. Είμαι ευγνώμων. Πάρα πολύ ευγνώμων. Και καταλαβαίνω την τεράστια τιμή, που μου έχει γίνει. Συνειδητοποιώ και την ευθύνη. Θέλω να καταλάβεις την φοβερή ευθύνη που έχεις, μου λέει ο Νώε. Πόσο σημαντικό ρόλο θα παίξεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, πόσο πολύ θα σε θυμούνται και θα σε μνημονεύουν στους μύθους και στις παραδόσεις τους οι μετέπειτα απόγονοι. Για πρώτη φορά δίπλα σ’ αυτόν τον άντρα νιώθω χρήσιμη και σημαντική. Μερικές φορές, ειδικά, όταν έχει γίνει λίγο παραπάνω βίαιος κατά την τελετή γονιμοποίησης, μου χαϊδεύει στοργικά το κεφάλι, όλα θα παν καλά κόρη μου λέει. Όλα θα παν καλά. Μερικές φορές τον πιστεύω. Σε φιλώ Εμζάρα, Η αδελφή και κόρη σου Σιγκάλ"




(απόσπασμα από το βιβλίο
ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΟΧΕΙΟ
Εκδόσεις Θίνες)

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Κλεοπάτρα Λυμπέρη





ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ  ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟ
ΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟΠΑ ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟ
ΠΑ ΛΥΜΠΕ               ΚΛΕΟΠ ΛΥΜΠ   κλεοπα   ΛΥΜ
                             ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ 
                                        ΚΛΕΟ   ΛΥ
                                              Κ  Λ





4.1.1405.
             Το ποίημα του αποχαιρετισμού
                                στη Μαριάνα

             Μαραίνονται οι ανθοί, πέφτουν τα φύλλα
             στο ψύχος των λυγμών. Ως σχεδιάζω
             το ρόδο πρόσωπο της, ανυψώνει
             μπρος στη ματιά μου τη φριχτή της ζώνη

             που  εκρέμασα τον πόθο μου – μοιραία
             κι ωραία κόρη σαν φτερούγα του θανάτου
             που επιστατεί σε ανέφικτη βεγγέρα.
             Ο Κύριός μου με καλεί να φύγω πέρα            

             κι απ’ τους γκρεμούς ν’ αναστηθώ. Ας γύ-
             ρω, να πιώ της λησμοσύνης το νεράκι
             κι ας ξεπλυθώ στην αιωνία κρήνη.
             Στο άστρο μου περιπατεί η θεία καλοσύνη

             φωνές και κόσμοι -μανουάλια αναμμένα-
             μέσα στο στήθος μου ξυπνούν κι ορίζουν
             ένα μυστήριο φωτεινό που θα με σώσει
             (χεράκια τ’ ουρανού μ’ έχουν σηκώσει

             να πιάσω την ουρά του Παραδείσου)
             και μες στην Κόλασή μου άδειος κρότος
             τα μαύρα της ματόκλαδα, σαν βάρη
             της ερημιάς μου κι αλυσίδες. Η χάρη

             στην κεφαλή μου πίπτει ως χελιδόνα.
             Οι στήμονες των αστεριών γυρνούν την
             ώρα του ρολογιού· μου λένε, έχω πάψει
             να ζω μες στο κορμί μου,  έχει ανάψει

             η νεκρική λαμπάδα μου. Ανεβαίνω. Και
             κάτω στη σκακιέρα μαύρο πιόνι
             μου κάνει ματ και τη βασίλισσά μου χάνω
             κι άλλη παρτίδα αρχινώ από εδώ πάνω.

             (παραλλαγή)
            …………………………………………
             ………………………………………..
             η σκέψη μου γυρνά στην  άδεια κλίνη
             καθώς κεράκι που άνaψα για κείνη.

            ………………………………………..
             της λησμονιάς ο κύριος προβαίνει
             και μοιάζει του έρωτός μου το υφάδι
             κακό σκυλί μες το βαθύ σκοτάδι.



Aπό τη νουβέλα « Η Ταφή του Κόμητος Οργκάθ»
(εκδόσεις Γαβριηλίδη)
Πρώτη δημοσίευση στο ΦΡΕΑΡ