Translate

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Κούλα Αδαλόγλου - Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα










ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
             ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
             ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ


Από το βιβλίο
Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
(εκδ. Σαιξπηρικόν 2018)









δεν θέλει πολύ

Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.
Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες
με σημαία και ένα σουγιαδάκι στο χέρι
χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες
πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.
Την τελευταία μέρα
εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα
να κρατάει έναν νεκρό καραγκιόζη.



Να μαζεύεσαι
να θλίβεσαι
σε βλέπω.
Ενώ δεν πρέπει
αφού φορώ το καλό μου φουστάνι
και κάνω τον κασκαντέρ
στις δύσκολες στροφές
στις ολισθηρές καταβάσεις
βουτώ στο κενό άμα λάχει
χωρίς προστατευτικό δίχτυ,
για σένα.

Να διάβαζες, σκεφτόμουν, τις λέξεις μου…
Γέλασαν ειρωνικά
                                       οι κίτρινες πλαστικές καρέκλες
                                       στην απέναντι ταράτσα.





πέφτει ψύχρα

Με ευλόγησε το χέρι της γιαγιάς, παχουλό,
 σαν φουσκωμένο ζυμαράκι στον καρπό,
 είχα χρόνια πολλά να δω το χέρι της, 
το χαμόγελο το βλέπω συχνά,
 με συντρέχει, όπως κι οι άλλοι απ’ τις
 φωτογραφίες χαμογελούν, 
μου περνούν ένα σάλι στους ώμους
 σαν πέσει ψύχρα, 
ένα λαστιχάκι στα μαλλιά, 
μην πέφτουν στα μάτια μου, 
κι ύστερα καμώνονται τους ανήξερους
 και κοιτούν το άπειρο, όμως εγώ 
δεν κάνω λάθος και κλείνω τις κουρτίνες,
 ο ήλιος διώχνει χειρονομίες και βλέμματα 
που ανθούν στο σκοτάδι.


  • ιστοί της ομίχλης
Ομίχλη πυκνή
με τη ράβδο στήριξης πορεύομαι
σου μουρμουρίζω εμμονικά κι ύστερα ουρλιάζω
να αποφεύγεις τα καρουζέλ πιράνχας
τις παιδικές χαρές με τις δίνες που καταπίνουν.

Η φωνή μου σκαλώνει στους ιστούς της ομίχλης
κι εκεί στο βάθος αυτό το πορφυρό επιμένει.




σαν γυαλί

Μικρό τσαλακωμένο ποίημα
αθώο μου φάνηκε
μού ’σχισε το χέρι σαν γυαλί
αίμα πάνω σε μπλε καπλαντισμένα τετράδια
έλιωσαν τα ήδη μισοσβησμένα γράμματα
διήθηση.





Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Iφιγένεια Σιαφάκα - Λευκό από χθες






                        






    ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  
    ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ
                            ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ


             ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ

Ύστερα κατευθύνθηκε τρεκλίζοντας στον πάστορα· μέτρησε ένα, δύο, τρία, αργά, πνιγηρά και σκεπτικός, λες κι αριθμούσε τις υποχρεώσεις της ημέρας, ω ναι, αγαπητέ μου, Φρανκ, ή λες και υπολόγιζε τραχιές αλήθειες που μόλις ξεμυτούσαν, στρέφοντας το βλέμμα προς τον ουρανό, όπου χοντροκομμένα σύννεφα σε μαύρο τρύπωναν μέσα απ’ το κοκκινωπό φύλλωμα των δέντρων, σ’ ένα φθινοπωρινό τόπι αιμορραγίας που μούλιαζε όλο το τοπίο σε ρομάντζο. Τέντωσε μ’ έναν πικρό θυμό τον δεξιό του δείκτη προς τα πάνω και πρόσταξε, ρίξε, αν σου βαστάει, στα κεφάλια τον κατακλυσμό σου, ρίξε τώρα! Στράφηκε στο πλήθος, και μας κοίταξε λοξά, έχοντας στα χείλη τη σιχασιά του ανθρώπου που μόλις έχει βρεθεί στο πρόσωπό του μ’ έναν αρουραίο, έφτυσε με θόρυβο πάνω στα παπούτσια του, τι θ’ απογίνουμε όταν σκοτώσουνε την ώρα στα ρολόγια; ξαναφώναξε και τράνταξε και με τις δυο παλάμες τα κίτρινα μάγουλα του πάστορα. 

                    


Στάθηκε τόσο σπαρακτικός κι ατρόμητος συνάμα, που ήταν αδύνατο να αφεθεί ένα ενδιάμεσο αντίδρασης στον κόσμο, έστω μια χαραμάδα ίασης στο όνομα του comme il faut, απ’ όπου θα ξεμυτούσε κάποια διακριτική απάντηση· η αίσθηση του παγωμένου σίδερου διαπέρασε τη σπονδυλική μας στήλη, και μείναμε βουβοί. Μόνο οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής πάνω στο τραπέζι ράντιζαν νωχελικές με τη βαρύτητα των μπουρζουάδων τη γυάλινη πιατέλα της πουτίγκας και ζέσταιναν κάπως την ατμόσφαιρα.

Ο πάστορας –οι δωρητές σχολίασαν αργότερα πως η Οσία Βισκουνδία ήτανε πράγματι κοντά του– βρήκε τη δύναμη να καθαρίσει το λαιμό του, τεντώνοντας μ’ ένα διακριτικό τίναγμα του κεφαλιού τις λαστιχένιες ρυτίδες γύρω από τις καρωτίδες του. Πατρίκ! Πατ… ατ… α α ατ! είπε ατρόμητος και απομάκρυνε τα χέρια του Πατρίκ από το πρόσωπό του, κάνοντας μία κίνηση με το αριστερό του χέρι στον αέρα σαν να χαιρετούσε τα πουλιά. Έτσι προσφώνησε την οργή του, που είχε μεταμφιεστεί το δίχως άλλο, Φρανκ, από τη θεία πρόνοια σε ιερή αμηχανία – αυτό σίγουρα είχαν στο νου οι δωρητές όταν μιλούσαν για «την επέμβαση της Οσίας Βισκουνδίας». Για θαύμα!

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
ΛΕΥΚΟ ΑΠΟ ΧΘΕΣ (Σμίλη 2017)



Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Συνέντευξη


                         ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
                                    Γραφείο Ποιήσεως

                       Συνέντευξη της Κλεοπάτρας Λυμπέρη
                       από τον Αντώνη Σκιαθά






Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

Ακούω μουσικά μοτίβα, μελωδίες, ρυθμούς, παύσεις, εναλλαγές τόνων, όπως συμβαίνει όταν ακούς ένα μουσικό όργανο. Υπάρχουν ήχοι από δυνατά τσέλα, κρουστά, άλλοτε σαξόφωνα και ανάμεσα σε όλα αυτά οι ψίθυροι ενός μικρού παιδιού. Υπάρχει προκλασική μουσική, αργοί ρυθμοί με επαναλαμβανόμενα θέματα, αλλά και ροκ, στακάτοι ήχοι, συνήθως σε σύντομα κομμάτια με ολιγόλεκτους στίχους. Κι ακόμη, λιμπρέτα (λόγος, αντίλογος – συνομιλίες), άριες (συναισθηματικοί μονόλογοι), σαν τα ξέφτια μιας όπερας που εξελίσσεται λιγάκι ανορθόδοξα. Ειδικά το τελευταίο βιβλίο μου ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΕ ΦΩΛΙΑ, αρχίζει με ένα πολύ στακάτο μαρς που δηλώνει την είσοδο της γλώσσας μέσα στον χρόνο.


Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

Θα αναφέρω μερικούς ποιητές που με γοήτευσαν. Έχω μια ειδική συγγένεια με τον Νίκο Καρούζο, επειδή κι εμένα με απασχολεί η ύπαρξη και η φιλοσοφική ματιά. Από την Ελένη Βακαλό διδάχτηκα την τόλμη και πώς να οραματίζομαι ποιητικές συνθέσεις αντί να γράφω μεμονωμένα ποιήματα. Με τον Οδυσσέα Ελύτη συναντηθήκαμε λόγω της κοινής μας μεταφυσικής κλίσης. Επίσης, ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, εξ’ αρχής αποτελούν σταθερά ψυχικά μου σημεία, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οφείλω σε όλους. (Αν και, ως γνωστόν, ακολουθούμε αυτούς που ήδη περιέχουμε.) Εντούτοις, ευθαρσώς δηλώνω ότι αισθάνομαι ξεκάθαρα επίγονος του Ρομαντικού κινήματος, επειδή ο ρομαντικός λόγος ταυτίστηκε με μια καθολική και οικουμενική σύλληψη του κόσμου και οραματίστηκε τη σύνθεση ποίησης/φιλοσοφίας, τη συγχώνευση των λογοτεχνικών ειδών, την ποιητικοποίηση της ζωής, της κοινωνίας, του πνεύματος, την τέχνη του χιούμορ .
 

Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;

Αν εξαιρέσεις ένα διάστημα που εργάστηκα επαγγελματικά ως κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, γράφω αμισθί για λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης έχω πάρει αμοιβή για δυό μεταφράσεις (του Άλεν Γκίνσμπεργκ και του Νόρμαν Μέηλερ), οι οποίες εκδόθηκαν σε αντίστοιχα βιβλία.


Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;

Έρχονται μέσα από μια στιγμιαία συγκίνηση, μια τυχαία φράση, ένα πρόσωπο, ένα κείμενο, μια εσωτερική αναταραχή – όλα αυτά ενεργοποιούν το ψυχικό κύμα που είχε μέσα του την έμπνευση. Και άλλοτε προσκαλώ εγώ τη γλώσσα, προσεύχομαι σε αυτή. (Εννοώ φυσικά τη γλώσσα στην ύψιστη μορφή της: την εκδήλωση του Λόγου.)  


Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

Ολοκλήρωση δεν νομίζω πως υπάρχει. Κατά τη δική μου αίσθηση, κάθε καλλιτεχνικό έργο επιδέχεται συμπληρώσεων επ’ άπειρον. Με τη δουλειά μου προσπαθώ να κάνω μια αναμόχλευση του Νοήματος, να βγάλω τις λέξεις από τον ύπνο τους – αυτό είναι το σχέδιο (ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στον πολιτισμό της Εικόνας). Γι’ αυτό ενώνω ξανά τη φιλοσοφία με την ποίηση, όπως συνέβαινε στην ελληνική αρχαιότητα. Φυσικά με ενδιαφέρει η γλώσσα, οι κυματισμοί της μορφής, oι λέξεις να έχουν διαύγεια, ακρίβεια. Οι σχεδιασμοί μου προϋποθέτουν επίσης μια φόρμα που δεν ακολουθεί την πεπατημένη γραμμή.


Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών  σας;

Αν με ρωτάτε για κάποιο ειδικό τάλαντο που έχω, να πω ότι δεν ικανοποιούμαι εύκολα με όσα γράφω.


Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;

Με κατανόηση. Ο ποιητής είναι πάσχων άνθρωπος. Από το τραύμα του γεννιούνται διάφορες υπερβολές –παρεξηγήσεις, δράματα,  ανταγωνισμοί, αλλοιώσεις της πραγματικότητας–, καταστάσεις που δημιουργούν τις «αψιμαχίες» που είπατε. Αλλά είναι ακριβώς το τραύμα, που πρέπει να μας κάνει να βλέπουμε όλα αυτά με συμπάθεια.


Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που η ίδια φιλοτεχνείτε;

Ίσως μέσα στα έργα που προσπάθησαν να σχεδιάσουν εκπλήξεις...


Πώς ορίζετε το ποίημα που "αντέχει τον χρόνο";

Είναι αίνιγμα αυτό… Θα μπορούσα να μιλήσω για την τελειότητα της μορφής, για μια έκρηξη του νοήματος, για απλότητα, ειλικρίνεια, για   βαθιά συγκινησιακή ζωή.  Αλλά δεν νομίζω ότι θα περιέγραφα έτσι το μυστηριακό γεγονός που κάνει ένα ποίημα ακατάστρεπτο. Πρόκειται για τη μαγική τάξη της γλώσσας: βάζει η ίδια τα μέτρα, υπερβαίνοντας τις προθέσεις του ποιητή. Ίσως το ποίημα που αντέχει στον χρόνο είναι εκείνο που  ζει ήδη μέσα σε όλους, χωρίς αυτοί να το ξέρουν. Έχει λοιπόν τη λάμψη μιας αποκάλυψης.
      

           Οι λέξεις
   
Κανένα θαύμα δεν έρχεται να σε βρει, αν δεν το φωνάξεις.
Μες στο κλουβί μου ετοιμάζομαι για το δείπνο. Είμαι ο
υπηρέτης.
Τους βάζω στο πιάτο το συκώτι μου. Με τρώνε. 
Στάζουμε ύστερα μαζί στο βαρύ χιόνι του
                                                                 Σαββάτου.
Όλα είναι βουητό και βραχνά φωνήεντα
έτσι όπως με κρατούν στα δόντια τους, στους κοπτήρες
ανάμεσα, τα εντόσθιά μου, 
τα 
κομμάτια μου, τ' απομέσα μυστικά μου - όλα κυλούν
ως τις γραμμές του απείρου, ως τις ρίμες τις οδούς
ξάφνου, σε ξένα χέρια με βρίσκω, σε ξένα στόματα, σε ξένα
μυαλά, σε ξένα ποιήματα. 

Ειμί η γλώσσα, ιερό σφάγιο, διαμοιράζομαι. 
Ειμί ο ηχών, ο κραυγάζων σε ώττα μη ακουόντων, 
ειμί ο αιμορραγών τελετάρχης, τη ζωή μου κομμάτιασα 
ιδού, κυλάω τώρα στο ποίημα αυτό.













Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Παναγιώτης Βούζης- κριτική για Το μηδέν σε φωλιά







ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ
4/11/18

Ο χαμένος δεσμός

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
για το βιβλίο της
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
Tο μηδέν σε φωλιά
 (ποιήματα)
Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Η διάρκεια διαρκώς πεινάει. Τρώει τα κόκαλα του χρόνου. Κρατάει όλο το αλφάβητο στην κοιλιά της. Ακόμα κι ο θάνατος τη φοβάται. Τα βιβλία κατατροπώνουν τον θάνα- το, έχει γράψει ο T.S.E. Τα βιβλία τρώνε τα κόκαλα του χρό- νου… («1, Περί διάρκειας και μη διάρκειας, Le dur desir de durer»). Ενώ, στο ακόλουθο απόσπασμα ο Μάρκος Αυρήλιος διαφοροποιεί τη χρονική από την ουσιαστική διάρκεια την οποία ο άνθρωπος βιώνει ως παρόν: «Στο ίδιο λοιπόν καταλήγουν ο μακρότατος και ο βραχύτατος βίος. Γιατί το παρόν είναι ίσο για όλους.» (Τα εις εαυτόν, βιβλίο Β΄, 14).

Με βάση αυτή τη διαφοροποίηση, στο πρώτο ποίημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη η διάρκεια αντιμετωπίζεται ως ένα υπερχρονικό μέγεθος, το οποίο σχεδιάζεται να αποτελέσει την παροντικότητα των συνθέσεων της συλλογής, δηλαδή να τις εξασφαλίσει τόση αυτονομία, ώστε να διατηρούν ανοιχτούς και πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας.



Το μηδέν σε φωλιά περιλαμβάνει εκτενή ποιήματα που οργανώνονται σε ένα ενιαίο σύστημα και διακρίνονται σε ενότητες, υποενότητες, στιχικές ομάδες και μεμονωμένους στίχους. Έτσι ο γενικά γρήγορος ρυθμός και η μορφή μεταβάλλονται συνεχώς προσδίδοντας δραματικότητα στην κατασκευή των συνθέσεων, δραματικότητα η οποία αυξάνεται τόσο με τους τίτλους όσο και με τις εντός παρενθέσεων συμπληρώσεις, επειδή ενισχύουν και στο δομικό επίπεδο το καταστατικό στοιχείο της πολυφωνίας. Το ύφος, που αποβλέπει σε αυτό της φιλοσοφίας, γίνεται συχνά αποφαντικό και οι στίχοι λαμβάνουν τον ρόλο της κατηγορικής κρίσεως. Η διακειμενικότητα δεν περιορίζεται στα παραθέματα και στις πληροφορίες για τους συγγραφείς οι οποίες συγκεντρώνονται στις «Σημειώσεις» στο τέλος του βιβλίου. Αντιθέτως, το διακειμενικό δίκτυο στα ποιήματα αποδεικνύεται πυκνότατο.

Η επίδοση του σχήματος του αφηρημένου αντί του συγκεκριμένου πριμοδοτεί τη μεταγλωσσική λειτουργία. Εδώ δηλαδή η εποπτεία σαρώνει πρώτιστα τον ίδιο τον λόγο και συνακόλουθα τις γνωστικές, τις ψυχικές και τις αισθητικές σχέσεις τις οποίες αυτός συνάπτει με τα πρόσωπα και τα πράγματα. Η πριμοδότηση επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τεχνικών και τεχνασμάτων της Κειμενικότητας, οι οποίες μετατρέπουν τη συλλογή σε εργαστήριο της γλώσσας, επιπλέον ευνοεί την εκδίπλωση της θεωρίας. Ώστε τα ποιήματα αντιπροσωπεύουν την επανεκκίνηση της διαδικασίας της σκέψης επάνω στην αλήθεια, το νόημα του Όντος, τη φθορά, τη συμφιλίωση με τον θάνατο, την ωραιότητα, τον έρωτα, τη διαχείριση της προσωπικής ζωής, τη σύνδεση με τους άλλους, την επιρροή του λόγου, την αθανασία της ψυχής, την ύλη, την ποίηση.




Κατά τον Μάρτιν Χάιντεγκερ η σκέψη είναι ο χαμένος πλέον δεσμός του ανθρώπου με το Ον που μπορεί να αποκατασταθεί από τον φιλόσοφο και από τον ποιητή. Το μηδέν σε φωλιά συνιστά το επιτυχές εγχείρημα της σύζευξης της φιλοσοφικής και της ποιητικής γραφής –η οποία πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε από τους προσωκρατικούς– με έναν παιγνιώδη και παρωδιακό τρόπο. Μέσω του συγκεκριμένου τρόπου προκαλείται συγχρόνως ένταση ανάμεσα στα δύο είδη γραφής και προωθείται η αυτονόμηση της ποιητικής γλώσσας, με απώτερη προοπτική τη θέσμιση μίας πρωτότυπης ιδιολέκτου, της οποίας σημαίνουσα διάσταση θα αποτελεί ο ανανεωμένος λυρισμός.  








Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Γιώργος Βέης-κριτική -Το Μηδεν σε φωλιά





ΒΟΟΚ PRESS
22/10/2018




Για την ποιητική συλλογή της Κλεοπατρας Λυμπέρη
ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΕ ΦΩΛΙΑ
(εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018)

Του Γιώργου Βέη
ας παίξω:
..............................
O ποιητής, τοξευτής. Πριν τοξεύσω, ας παίξω:
(αποσπάσματα από το βιβλίο, σ. 17 και 31)
Πρόκειται για το έκτο ποιητικό έργο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη. Επιχειρεί, κυρίως, να αποδείξει ότι το μηδέν υπαγορεύει τι. Και μάλιστα κατά τρόπο αντισυμβατικό: ήτοι παίζοντας, όπως η ίδια δεν παύει να ομολογεί. Εξ ου και το ιδιαίτερο ομολογουμένως αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η ροή είναι αμείωτη, η επεξεργασία των επικυρίαρχων ζητημάτων πολύπλευρη και χαριτωμένη, η διερμηνεία των θεματικών ενοτήτων λεπτομερής, με την προσθήκη της ανάλογης δόσης ειρωνικών ή και αυτοσαρκαστικών τόνων: έτσι, το κειμενικό γλέντι διατηρείται αμείωτο. Το ρηματικό παιχνίδι σηματοδοτεί εν τω μεταξύ εκδοχές της ποιητικής πραγματικότητας. Η όλη πρόσληψη υποστηρίζεται από ένα πνεύμα υποχώρησης των αντιφάσεων της ατομικής συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερων διακανονισμών βίου. Η ερωτική απόκλιση ενυπάρχει ως υπόμνηση παθών. Χωρίς έπαρση ή επιτήδευση δομών, η λεκτική μηχανή παράγει σημαίνουσες καταστάσεις σκέψης.
Φρονώ ότι η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιδιώκει, αν μη τι άλλο, να τονώνει και να επαυξάνει κατά διαστήματα τη συμμετοχή των όποιων εν εγρηγόρσει τελούντων αναγνωστών. Και το πετυχαίνει.


Οι δεκάδες διερωτήσεις, ενίοτε σωρηδόν, παραμένουν βεβαίως αναπάντητες. Οι οδηγίες των τρίτων αγνοούνται επιδεικτικά επί του προκειμένου. H εξομολόγηση δεν κάμπτεται. Δεν διστάζει μάλιστα να φέρει εις πέρας τη σημασιολογική της αποστολή: «Πιο σάρκα ή πιο ουρανός – τι είμαι; Μέρος διάτρητο / από ματαιότητα ή το Παν, το εξόχως πλήρες; / (Τα ποιήματα μου λένε – δεν πρέπει να ρωτάνε· / αυτό το έχει αναλάβει η φιλοσοφία) [...] Πώς θα γίνει η ψυχή / απλή ενιαία και γυμνή;». Το τελευταίο μάλιστα ερώτημα επαναλαμβάνεται πολλάκις δίκην επιλογικού μηνύματος σε επιμέρους τμήματα της θεματολογικής ανάπτυξης. Φρονώ ότι η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιδιώκει, αν μη τι άλλο, να τονώνει και να επαυξάνει κατά διαστήματα τη συμμετοχή των όποιων εν εγρηγόρσει τελούντων αναγνωστών. Και το πετυχαίνει.
H ποιητική γραφή συνεγείρει και συναρθρώνει μέρος του γενικότερου συναφούς καταπιστεύματος. Εννοώ: συχνά πυκνά πίσω από τα όποια επιχειρήματα των στίχων, ενυπάρχει εμμέσως πλην σαφώς το διάβημα ενός διακριτού Άλλου, όπως, φέρ’ ειπείν, συμβαίνει π.χ. εδώ: «Ο ποιητής ο ποιητής, που καίει τον / ουρανίσκο του / με κάτι παλιολέξεις σαν ξινόμηλα)» ή εδώ: «Η γλώσσα είναι οι άλλοι: Φίλοι, συγγενείς, περιπατητές, ιδιώτες, πωλητές, καπνοδοχοκαθαριστές, ξυλευόμενοι» ή, επίσης, πιο κάτω: «Tο άνθος σκέφτεται: Η γλώσσα (αυτή η ανθοπώλις) / φριχτή μου φαίνεται· κι όταν κάποιος / την ομιλεί / αποσύρομαι / Ο ποιητής και ο φιλόσοφος είναι δύο περιπτώσεις / προς θάνατον· δυο διατυπώσεις της ζωής του θανάτου ή / δυο ευκαιρίες για ομιλίες πτερόεσσες» (βλ. σ. 11, 16 και 52 επ., αντιστοίχως). Ο Άλλος έχει ήδη δηλώσει: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος» (βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η Τέχνη του Στίχου, Διάλεξη «Το πιστεύω ενός Ποιητή», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006).


Άλλη μια όλως ενδεικτική επίσκεψη στον οίκο του Άλλου. Διαβάζουμε κατά σειρά τα εξής στην αρχή σχεδόν του Μηδενός σε φωλιά: «Να αφιερώνεις τη ζωή σου στο αληθινό. Ιδού / μια εκδοχή για τη διάρκεια. / Το αληθινό είναι πάντα γυμνό, ολοτσίτσιδο / με όλες του τις λέξεις και τα συμπράγκαλα / τρέχει προς τα βάθη, αφήνει στον αφρό όλα τα /ψέματα, καταστρέφει τα νούφαρα / ο πυθμένας να μένει σε άγρια ερημιά […] (Μα τι εννοείτε επιτέλους με τη λέξη αληθινό; / –λέει ο μαθητευόμενος– /δεν κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια)» (βλ. σ. 11). Η παραβολή με όσα κατά λέξη έπονται είναι εμφανώς εύλογη. Οι συναρτήσεις, οι συναλληλίες και οι συναντιλήψεις μαρτυρούν την ευκρασία του συγκεκριμένου ποιητικού τρόπου. Η δυναμική εκφορά του στίχου παραπέμπει στην παρακαταθήκη των λεγομένων γενικών θεμάτων. Εννοώ δηλαδή: «Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και που δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο» (βλ. Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, εκδόσεις Εκκρεμές, 2009).

Συγκρατώ ότι το παρακάτω χωρίο θα μπορούσε να ήταν το εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου. Παρατίθεται όμως στο τέλος του, δίκην προσευχής, ανοικτής πάντως σε διαφορετικές ερμηνείες. Φρονώ ότι περιέχει εν σπέρματι τα κύρια χαρακτηριστικά των κατά καιρούς αναζητήσεων της συνεπούς με τον εαυτό της ποιήτριας, αφιερωμένης επί δεκαετίες στην καλλιέργεια της δημιουργικής γραφής. Το παραθέτω αυτούσιο, αφού πρώτα το ξαναδιαβάσω ως συμπαγή περίληψη ενός απαραίτητου, για την περίσταση, credo:
Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)

Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
–μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.


Πιστεύω ότι η ως άνω κατάθεση συναντά το γενικότερο πεδίο των εκτιμήσεων για το Τίποτα, όπως το δόμησε ο σύγχρονος κριτικός νους. Παραθέτω τα εξής ενδεικτικά: «Το παράδοξο της υστερονεωτερικής κατάστασης είναι ότι, ενώ η νεωτερικότητα ξεκίνησε το 1500 ως “χειραφέτηση του ανθρώπου” από παραδοσιακά δεσμά –το οποίο πάντα ισχύει ως πρόταγμα–, εντούτοις η άλλη, η γνωστική όψη της, η τάση του ανθρώπου για παντοδυναμία και αυτοθέωση, οδήγησε τελικά στη μηδενιστική αυτοαναίρεση του υποκειμένου: ο γνωστικός “θάνατος του θεού” έχει ως συνέπεια τον υπαρξιστικό “θάνατο του ανθρώπου” στην εποχή της ασημαντότητας». (Βλ. Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις, 2006).
     Η γλώσσα σπεύδει να προλάβει την ιδέα, να την  αποτυπώσει στην απόλυτη μορφή της. Το λεκτικό σύνολο τρέχει, γλιστράει πάνω στο νόημα. Το περικλείεται 
   στις ευτυχέστερες των στιγμών.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο των συσχετισμών, οι οποίοι διακρίνουν ανέκαθεν την όντως δυναμική επικοινωνία ποίησης και φιλοσοφικού στοχασμού, η συνολική πρόταση της κειμενικά επαρκούς Κλεοπάτρας Λυμπέρη, εισπράττεται, μεταξύ άλλων, ως δοκιμή του ενοφθαλμισμού της κρίσιμης ποιητικής Μεταφοράς στον διαχρονικό Αναστοχασμό. H συγκεκριμένη αυτή σύζευξη παράγει τους στίχους του παρόντος. Η γλώσσα σπεύδει να προλάβει την ιδέα, να την αποτυπώσει στην απόλυτη μορφή της. Το λεκτικό σύνολο τρέχει, γλιστράει πάνω στο νόημα. Το περικλείει στις ευτυχέστερες των στιγμών. Τα συντάγματα λόγου διαχειρίζονται εξακολουθητικά τις διαδοχικές κρίσεις αποκρυστάλλωσης των μηνυμάτων. Η γραφή δεν παραιτείται, αναζητώντας τη βεβαιότητα της εκφοράς. Αυτή η βεβαιότητα είναι ακριβώς η φωλεά του ρήματος.
Προσθέτω επίσης για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής την καίρια αποτίμηση της ποιήτριας και κριτικού λογοτεχνίας Άννας Αφεντουλίδου, όπως, μεταξύ άλλων, διατυπώθηκε προσφάτως σε δημόσια παρουσίαση του έργου: «Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται από τον καθορισμό των αρχών μιας ποιητικής και ενός τρόπου ζωής μέσα σε έναν κόσμο που επιζητά να συναιρέσει σε μια αρχέγονη διάσταση όλα τα επιμέρους είδη του Λόγου: στοχασμό και συναίσθημα, κατηγοριοποιήσεις της Λογικής αλλά και σωματικό πάθος, τον ψύχραιμο λόγο της φιλοσοφικής ενατένισης αλλά και τον εμπαθή λόγο της ποιητικής ενόρασης».
Στο βάθος των μηνυμάτων του βιβλίου ακούγεται βέβαια ο απόηχος της σημαδιακής επισήμανσης του Ντέιβιντ Χιουμ: «Οι ποιητές διαμορφώνουν αυτό που αποκαλούν “ποιητικό σύστημα των πραγμάτων”, το οποίο, αν και δεν γίνεται πιστευτό ούτε από τους ίδιους ούτε από τους αναγνώστες τους, θεωρείται συνήθως επαρκές θεμέλιο για κάθε δημιούργημα της φαντασίας. Έχουμε τόσο πολύ εξοικειωθεί με τα ονόματα ΑΡΗΣ, ΔΙΑΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ επειδή, με τον ίδιο τρόπο που η εκπαίδευση διαμορφώνει μια γνώμη, η σταθερή επανάληψη αυτών των ιδεών έχει ως αποτέλεσμα να αναδύονται στον νου με ευκολία και να κυριαρχούν στη φαντασία χωρίς να επηρεάζουν την κρίση. Αυτό εξηγεί γιατί οι τραγωδοί δανείζονται πάντα τον μύθο τους, ή τουλάχιστον τα ονόματα των κύριων ηρώων τους, από κάποιο γνωστό ιστορικό κείμενο» (βλ. Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση – Απόπειρα εισαγωγής της Πειραματικής Μεθόδου Συλλογισμού στα Ηθικά Θέματα, βιβλίο πρώτο, «Για την επιρροή της πεποίθησης», εκδόσεις Πατάκη).

Επεχείρησα να καταδείξω ορισμένες μόνον όψεις και γωνίες των σημαινομένων, όπως τις συνάντησα στο Μηδέν σε φωλιά. Λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος, το οποίο όντως παρουσιάζει, επιφυλάσσομαι για περαιτέρω προσεγγίσεις στο μέλλον.*


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων 
«Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).


altΤο μηδέν σε φωλιά
Κλεοπάτρα Λυμπέρη
Γαβριηλίδης 2018