Translate

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ



κλεοπάτρα λυμπέρη   κλεοπάτρα λυμπέρη   κλεοπάτρα λυμπέρη   κλεο
πάτρα λυμπέρη    κλεοπάτρα λυμπέρη  κλεοπά
τρα λυμπέρη  κλεοπάτρα λυμπέρη κλεοπάτρα
                                                                        λυμπέρη




Αν η Έμιλυ ήταν λιγότερο λυπημένη
                
             Είμαι ο Κανένας. Εσύ ποιος είσαι;
                 Είσαι κι εσύ ο Κανένας;
                           Εμιλυ Ντίκινσον



Ο ποιητής καλπάζω με ίππο τις σελίδες
πάνω στη χλόη της Έμιλυ – είμαι κι εγώ ο Κανένας;
Αχ Έμιλυ, πόσο απαλή η ματαιότητα
όταν σε σέρνει στον εαυτό σου.
Αλλά συνήθως ο κανένας είναι κάτι  - ίσως το
άλογο που κουβαλάει τον αναβάτη, ίσως το σύννεφο
στο πάνω μέρος του πίνακα
ή στήθος που ξαφνικά τρυπάει και πέφτεις
στο πιο βαθύ σου κέντρο.

Αν είμαι ο κανένας που δεν έγινα ο υπάρχων
αν είμαι ο ιππεύων που δεν έγινα ο
επόπτης στις αβύσσους, θα πει πως η λέξη αγαπώ
γέρασε μέσα μου πριν τη γεννήσω
(δηλαδή, πως δεν ξανάφτιαξα το σύμπαν)
γι’ αυτό και μένω στην κοιλιά του αλόγου μου
σαν περιττή αλογόμυγα.                   

Αν είμαι ο αγαπών ίσως να είμαι ο Κανένας
που η κάθε πράξη του έσωσε τις λέξεις.
Έτσι όμως η ποίηση μάλλον δεν ωφελείται
(πάνω σε τέτοιον ίππο ποιος ποιητής να καλπάσει;)
Γι αυτό ας συντρέχουν ο αναβάτης και ο ίππος
στ’ αγκάθια, στους γκρεμούς, στα φριχτά μονοπάτια
γι’ αυτό ας κουτσαίνει το άλογο
ώσπου ο ιππεύων να υποταχτεί
στην κακή μοίρα που τον έχρισε ποιητή


Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

 

Σύλβια Πλαθ

Το όνειρο



 
«Χθες βράδυ», είπε, «κοιμήθηκα μια χαρά
αν εξαιρέσεις δυο αλλόκοτα όνειρα
που ήρθαν λίγο πριν αλλάξει ο καιρός
όταν σηκώθηκα κι άνοιξα όλα
τα πατζούρια, για να μπει στα δωμάτια
ο ζεστός πουπουλένιος άνεμος με το υγρό του φτέρωμα.
 
Στο πρώτο όνειρο οδηγούσα
κατεβαίνοντας τα σκότη, μέσα σε μια μαύρη νεκροφόρα
με πολλούς ανθρώπους, ώσπου τράκαρα
σ ένα φως κι αμέσως μια γυναίκα
μαινόμενη μας ακολούθησε κι όρμησε καταπάνω μας
να σταματήσει το αυτοκίνητό μας.
Κραυγάζοντας ήρθε στο νησί
Που είχαμε σταματήσει και με μια βλαστήμια
απαίτησε να πληρώσω πρόστιμο
επειδή φέρθηκα σαν αγροίκος επιδρομέας
και κατέστρεψα όλο το αόρατο
εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Σύμπαντος.
 
Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή
να με ειδοποιεί να της κρατήσω το χέρι
και να τη φιλήσω στο στόμα γιατί
μ αγαπούσε κι αν την αγκάλιαζα με θάρρος
θα γλίτωνα όλη την ποινή.
‘Ξέρω, ξέρω’ είπα στο φίλο μου.
 
 
Παρ ολ αυτά περίμενα να μου βάλει πρόστιμο
και πήρα της γυναίκας το λαμπερό ένταλμα
(καθώς εκείνη ξέπλενε τη διαδρομή με δάκρυα),
μετά οδήγησα  να ρθω σε σένα πάνω στον άνεμο.                                                         
Δεν σου λέω για τον εφιάλτη
που μου συνέβη στην Κίνα.»                                   
 

 
Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη
artworks : Tiina Heiska





Αναδημοσίευση από τη BIBLIOTHEQUE 6/2/14

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

BEATNIKS


Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ

 

[ΕΝΑ ΣΟΥΠΕΡΜΑΡΚΕΤ ΣΤΗΝ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ] 

του Άλλεν Γκίνσμπεργκ





 
 Τι σκέψεις κάνω για σένα απόψε, Oυώλτ Oυίτμαν, έχοντας πριν
περπατήσει στα δρομάκια κάτω από τα δέντρα, με πονοκέφαλο, αμήχανος,
κοιτάζοντας τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
 Μες την πείνα και την κούρασή μου, ψάχνοντας να βρω εικόνες, μπήκα
στο σουπερμάρκετ φρούτων, το φωτισμένο με νέον, αναπολώντας τα δικά
σου κατεβατά.
 Τι ροδάκινα και τι μισοσκόταδα! Ολόκληρες οικογένειες να ψωνίζουν
τη νύχτα! Διάδρομοι γεμάτοι συζύγους! Μαμάδες στα αβοκάντο, μωρά
στις ντομάτες! – κι εσύ, Γκαρθία Λόρκα, τι έκανες εκεί κάτω στα καρπoύζια;
  Σε είδα, Ουώλτ Ουίτμαν, άκληρο, μοναχικό γερογραφιά, να σκαλίζεις
τα κρέατα στο ψυγείο και να ρίχνεις πονηρές ματιές στα μπακαλόπαιδα.
  Σ’ άκουσα να ρωτάς για κάθε τι: Ποιος σκότωσε τις χοιρινές μπριζόλες;
Πόσο πάνε οι μπανάνες; Eίσαι τ’ αγγελούδι μου;
 Περιπλανιόμουν ανάμεσα στους γυαλιστερούς σωρούς από κονσέρβες,
ακολουθώντας εσένα και στη φαντασία μου, μ’ ακολουθούσε ο ντετέκτιβ
του μαγαζιού.
 Δρασκελίσαμε μαζί τους φαρδιούς διαδρόμους μες τη μοναχική μας
φαντασίωση, τρώγοντας αγκινάρες, βάζοντας χέρι σε κάθε κατεψυγμένη
λιχουδιά κι αποφεύγοντας πάντα τον ταμία.
 Πού πηγαίνουμε, λοιπόν, Ουώλτ Ουίτμαν; Οι πόρτες κλείνουν σε μια
ώρα. Κατά πού δείχνει η γενειάδα σου απόψε;
 (Αγγίζω το βιβλίο σου, ονειρεύομαι την οδύσσειά μας στο σουπερμάρκετ
και νιώθω γελοίος.)
 Θα περπατάμε ολονυχτίς στους ερημικούς δρόμους; Tα δέντρα αθροίζουν
σκιά τη σκιά, τα φώτα σβήνουν στα σπίτια, θα ’μαστε κι οι δυό μόνοι.
 Θα σουλατσάρουμε αναπολώντας τη χαμένη Αμερική της αγάπης,
προσπερνώντας γαλάζια αυτοκίνητα στις λεωφόρους, τραβώντας για το
σιωπηλό εξοχικό μας;
 Ω, ακριβέ μου πατέρα, με τη γκρίζα γενειάδα, μοναχικέ γεροδάσκαλε
του θάρρους, ποια Αμερική είχες όταν ο Χάρος σταμάτησε τα κουπιά
κι εσύ βγήκες έξω σε μια όχθη που κάπνιζε και στάθηκες κοιτάζοντας
τη βάρκα να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;
 
 Μετάφραση Κλεοπάτρα Λυμπέρη
 
 (αναδημοσίευση από τη BIBLIOTHEQUE )
 

ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ





ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ    ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
               ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ    ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ



Το δεξί μου χέρι το πήρε ένας κεραυνός.  
Λυπήθηκε ο πατέρας μου,
δεν θα 'γραφα εγώ την ιστορία του.
Στη θέση του φύτρωσε ένα δένδρο.
Έκανα τον κορμό του γέφυρα. 
Πέρασαν χιλιάδες μυρμήγκια στην άλλη όχθη.
Έφτιαξαν σπίτια, οικογένειας,
νομίζω ακόμα ζουν. 
Πέρασε κι ένας θεός, βιαστικός,
δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπό του
ούτε και πού κατοίκησε.
Τα μάτια μου δεν φθάνουν μέχρι εκεί. 

Όταν πεθάνω, 
το χαμένο μου χέρι θα μ' αναζητήσει,
θα αφηγηθεί ερήμην μου
την ιστορία του ποταμού, 
πριν βυθιστεί στα σκοτεινά νερά
για να με συναντήσει. 
 



Από τη συλλογή "Γενέθλια Βροχή", "Δελφίνι, 1995"