Translate

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Γιώργος Βέης-κριτική -Το Μηδεν σε φωλιά





ΒΟΟΚ PRESS
22/10/2018




Για την ποιητική συλλογή της Κλεοπατρας Λυμπέρη
ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΣΕ ΦΩΛΙΑ
(εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018)

Του Γιώργου Βέη
ας παίξω:
..............................
O ποιητής, τοξευτής. Πριν τοξεύσω, ας παίξω:
(αποσπάσματα από το βιβλίο, σ. 17 και 31)
Πρόκειται για το έκτο ποιητικό έργο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη. Επιχειρεί, κυρίως, να αποδείξει ότι το μηδέν υπαγορεύει τι. Και μάλιστα κατά τρόπο αντισυμβατικό: ήτοι παίζοντας, όπως η ίδια δεν παύει να ομολογεί. Εξ ου και το ιδιαίτερο ομολογουμένως αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η ροή είναι αμείωτη, η επεξεργασία των επικυρίαρχων ζητημάτων πολύπλευρη και χαριτωμένη, η διερμηνεία των θεματικών ενοτήτων λεπτομερής, με την προσθήκη της ανάλογης δόσης ειρωνικών ή και αυτοσαρκαστικών τόνων: έτσι, το κειμενικό γλέντι διατηρείται αμείωτο. Το ρηματικό παιχνίδι σηματοδοτεί εν τω μεταξύ εκδοχές της ποιητικής πραγματικότητας. Η όλη πρόσληψη υποστηρίζεται από ένα πνεύμα υποχώρησης των αντιφάσεων της ατομικής συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερων διακανονισμών βίου. Η ερωτική απόκλιση ενυπάρχει ως υπόμνηση παθών. Χωρίς έπαρση ή επιτήδευση δομών, η λεκτική μηχανή παράγει σημαίνουσες καταστάσεις σκέψης.
Φρονώ ότι η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιδιώκει, αν μη τι άλλο, να τονώνει και να επαυξάνει κατά διαστήματα τη συμμετοχή των όποιων εν εγρηγόρσει τελούντων αναγνωστών. Και το πετυχαίνει.


Οι δεκάδες διερωτήσεις, ενίοτε σωρηδόν, παραμένουν βεβαίως αναπάντητες. Οι οδηγίες των τρίτων αγνοούνται επιδεικτικά επί του προκειμένου. H εξομολόγηση δεν κάμπτεται. Δεν διστάζει μάλιστα να φέρει εις πέρας τη σημασιολογική της αποστολή: «Πιο σάρκα ή πιο ουρανός – τι είμαι; Μέρος διάτρητο / από ματαιότητα ή το Παν, το εξόχως πλήρες; / (Τα ποιήματα μου λένε – δεν πρέπει να ρωτάνε· / αυτό το έχει αναλάβει η φιλοσοφία) [...] Πώς θα γίνει η ψυχή / απλή ενιαία και γυμνή;». Το τελευταίο μάλιστα ερώτημα επαναλαμβάνεται πολλάκις δίκην επιλογικού μηνύματος σε επιμέρους τμήματα της θεματολογικής ανάπτυξης. Φρονώ ότι η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιδιώκει, αν μη τι άλλο, να τονώνει και να επαυξάνει κατά διαστήματα τη συμμετοχή των όποιων εν εγρηγόρσει τελούντων αναγνωστών. Και το πετυχαίνει.
H ποιητική γραφή συνεγείρει και συναρθρώνει μέρος του γενικότερου συναφούς καταπιστεύματος. Εννοώ: συχνά πυκνά πίσω από τα όποια επιχειρήματα των στίχων, ενυπάρχει εμμέσως πλην σαφώς το διάβημα ενός διακριτού Άλλου, όπως, φέρ’ ειπείν, συμβαίνει π.χ. εδώ: «Ο ποιητής ο ποιητής, που καίει τον / ουρανίσκο του / με κάτι παλιολέξεις σαν ξινόμηλα)» ή εδώ: «Η γλώσσα είναι οι άλλοι: Φίλοι, συγγενείς, περιπατητές, ιδιώτες, πωλητές, καπνοδοχοκαθαριστές, ξυλευόμενοι» ή, επίσης, πιο κάτω: «Tο άνθος σκέφτεται: Η γλώσσα (αυτή η ανθοπώλις) / φριχτή μου φαίνεται· κι όταν κάποιος / την ομιλεί / αποσύρομαι / Ο ποιητής και ο φιλόσοφος είναι δύο περιπτώσεις / προς θάνατον· δυο διατυπώσεις της ζωής του θανάτου ή / δυο ευκαιρίες για ομιλίες πτερόεσσες» (βλ. σ. 11, 16 και 52 επ., αντιστοίχως). Ο Άλλος έχει ήδη δηλώσει: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος» (βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η Τέχνη του Στίχου, Διάλεξη «Το πιστεύω ενός Ποιητή», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006).


Άλλη μια όλως ενδεικτική επίσκεψη στον οίκο του Άλλου. Διαβάζουμε κατά σειρά τα εξής στην αρχή σχεδόν του Μηδενός σε φωλιά: «Να αφιερώνεις τη ζωή σου στο αληθινό. Ιδού / μια εκδοχή για τη διάρκεια. / Το αληθινό είναι πάντα γυμνό, ολοτσίτσιδο / με όλες του τις λέξεις και τα συμπράγκαλα / τρέχει προς τα βάθη, αφήνει στον αφρό όλα τα /ψέματα, καταστρέφει τα νούφαρα / ο πυθμένας να μένει σε άγρια ερημιά […] (Μα τι εννοείτε επιτέλους με τη λέξη αληθινό; / –λέει ο μαθητευόμενος– /δεν κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια)» (βλ. σ. 11). Η παραβολή με όσα κατά λέξη έπονται είναι εμφανώς εύλογη. Οι συναρτήσεις, οι συναλληλίες και οι συναντιλήψεις μαρτυρούν την ευκρασία του συγκεκριμένου ποιητικού τρόπου. Η δυναμική εκφορά του στίχου παραπέμπει στην παρακαταθήκη των λεγομένων γενικών θεμάτων. Εννοώ δηλαδή: «Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και που δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο» (βλ. Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, εκδόσεις Εκκρεμές, 2009).

Συγκρατώ ότι το παρακάτω χωρίο θα μπορούσε να ήταν το εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου. Παρατίθεται όμως στο τέλος του, δίκην προσευχής, ανοικτής πάντως σε διαφορετικές ερμηνείες. Φρονώ ότι περιέχει εν σπέρματι τα κύρια χαρακτηριστικά των κατά καιρούς αναζητήσεων της συνεπούς με τον εαυτό της ποιήτριας, αφιερωμένης επί δεκαετίες στην καλλιέργεια της δημιουργικής γραφής. Το παραθέτω αυτούσιο, αφού πρώτα το ξαναδιαβάσω ως συμπαγή περίληψη ενός απαραίτητου, για την περίσταση, credo:
Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)

Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
–μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.


Πιστεύω ότι η ως άνω κατάθεση συναντά το γενικότερο πεδίο των εκτιμήσεων για το Τίποτα, όπως το δόμησε ο σύγχρονος κριτικός νους. Παραθέτω τα εξής ενδεικτικά: «Το παράδοξο της υστερονεωτερικής κατάστασης είναι ότι, ενώ η νεωτερικότητα ξεκίνησε το 1500 ως “χειραφέτηση του ανθρώπου” από παραδοσιακά δεσμά –το οποίο πάντα ισχύει ως πρόταγμα–, εντούτοις η άλλη, η γνωστική όψη της, η τάση του ανθρώπου για παντοδυναμία και αυτοθέωση, οδήγησε τελικά στη μηδενιστική αυτοαναίρεση του υποκειμένου: ο γνωστικός “θάνατος του θεού” έχει ως συνέπεια τον υπαρξιστικό “θάνατο του ανθρώπου” στην εποχή της ασημαντότητας». (Βλ. Θάνος Λίποβατς, Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό, εκδόσεις Πόλις, 2006).
     Η γλώσσα σπεύδει να προλάβει την ιδέα, να την  αποτυπώσει στην απόλυτη μορφή της. Το λεκτικό σύνολο τρέχει, γλιστράει πάνω στο νόημα. Το περικλείεται 
   στις ευτυχέστερες των στιγμών.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο των συσχετισμών, οι οποίοι διακρίνουν ανέκαθεν την όντως δυναμική επικοινωνία ποίησης και φιλοσοφικού στοχασμού, η συνολική πρόταση της κειμενικά επαρκούς Κλεοπάτρας Λυμπέρη, εισπράττεται, μεταξύ άλλων, ως δοκιμή του ενοφθαλμισμού της κρίσιμης ποιητικής Μεταφοράς στον διαχρονικό Αναστοχασμό. H συγκεκριμένη αυτή σύζευξη παράγει τους στίχους του παρόντος. Η γλώσσα σπεύδει να προλάβει την ιδέα, να την αποτυπώσει στην απόλυτη μορφή της. Το λεκτικό σύνολο τρέχει, γλιστράει πάνω στο νόημα. Το περικλείει στις ευτυχέστερες των στιγμών. Τα συντάγματα λόγου διαχειρίζονται εξακολουθητικά τις διαδοχικές κρίσεις αποκρυστάλλωσης των μηνυμάτων. Η γραφή δεν παραιτείται, αναζητώντας τη βεβαιότητα της εκφοράς. Αυτή η βεβαιότητα είναι ακριβώς η φωλεά του ρήματος.
Προσθέτω επίσης για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής την καίρια αποτίμηση της ποιήτριας και κριτικού λογοτεχνίας Άννας Αφεντουλίδου, όπως, μεταξύ άλλων, διατυπώθηκε προσφάτως σε δημόσια παρουσίαση του έργου: «Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται από τον καθορισμό των αρχών μιας ποιητικής και ενός τρόπου ζωής μέσα σε έναν κόσμο που επιζητά να συναιρέσει σε μια αρχέγονη διάσταση όλα τα επιμέρους είδη του Λόγου: στοχασμό και συναίσθημα, κατηγοριοποιήσεις της Λογικής αλλά και σωματικό πάθος, τον ψύχραιμο λόγο της φιλοσοφικής ενατένισης αλλά και τον εμπαθή λόγο της ποιητικής ενόρασης».
Στο βάθος των μηνυμάτων του βιβλίου ακούγεται βέβαια ο απόηχος της σημαδιακής επισήμανσης του Ντέιβιντ Χιουμ: «Οι ποιητές διαμορφώνουν αυτό που αποκαλούν “ποιητικό σύστημα των πραγμάτων”, το οποίο, αν και δεν γίνεται πιστευτό ούτε από τους ίδιους ούτε από τους αναγνώστες τους, θεωρείται συνήθως επαρκές θεμέλιο για κάθε δημιούργημα της φαντασίας. Έχουμε τόσο πολύ εξοικειωθεί με τα ονόματα ΑΡΗΣ, ΔΙΑΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ επειδή, με τον ίδιο τρόπο που η εκπαίδευση διαμορφώνει μια γνώμη, η σταθερή επανάληψη αυτών των ιδεών έχει ως αποτέλεσμα να αναδύονται στον νου με ευκολία και να κυριαρχούν στη φαντασία χωρίς να επηρεάζουν την κρίση. Αυτό εξηγεί γιατί οι τραγωδοί δανείζονται πάντα τον μύθο τους, ή τουλάχιστον τα ονόματα των κύριων ηρώων τους, από κάποιο γνωστό ιστορικό κείμενο» (βλ. Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση – Απόπειρα εισαγωγής της Πειραματικής Μεθόδου Συλλογισμού στα Ηθικά Θέματα, βιβλίο πρώτο, «Για την επιρροή της πεποίθησης», εκδόσεις Πατάκη).

Επεχείρησα να καταδείξω ορισμένες μόνον όψεις και γωνίες των σημαινομένων, όπως τις συνάντησα στο Μηδέν σε φωλιά. Λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος, το οποίο όντως παρουσιάζει, επιφυλάσσομαι για περαιτέρω προσεγγίσεις στο μέλλον.*


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων 
«Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).


altΤο μηδέν σε φωλιά
Κλεοπάτρα Λυμπέρη
Γαβριηλίδης 2018





   ΑΥΓΗ Αναγνώσεις
   10/6/2018
     της ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
  


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ, 
Το μηδέν σε φωλιά
εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ.70

Η ασυμμετρία της πραγματικότητας συγκινεί διαφορετικά μέσα από το αντικαθρέφτισμα, την ποιητική δραματική απεραντοσύνη, το άθροισμα των σκοταδιών και τις παραλείψεις φωτός ή και το αντίθετο. Είναι ένας κόσμος αυτός που ζει στη φωλιά του μηδενός και στο μηδέν της φωλιάς πέρα από τον εμφανή μηδενισμό που ο τίτλος υποδηλώνει, σαν ανοιχτό παράθυρο στη ζωή, ένας κόσμος που περιμένει να βιωθεί μέσα από χαμένα χρώματα και σχέδια. Η δυσαρμονία του χθες επεξηγείται και φιλτράρεται μέσα από ένα αισιόδοξο πλαίσιο και γίνεται η αρμονία του αύριο.

Οι στοχασμοί, η αναζήτηση απαντήσεων σε φιλοσοφικά ερωτήματα που η ίδια θέτει στον εαυτό της και στον αναγνώστη και οι αξιολογήσεις της Κλεοπάτρας Λυμπέρη συγκροτούνται σε θαυμαστές άρρηκτες συμπαγείς ως προς το νέο νόημα που τους προσδίδει, ποιητικές συνθέσεις, αλλά και σε αχώριστα ζεύγη πραγμάτων: το υπαρκτό, το ανύπαρκτο, το ορατό, το αόρατο, το εφικτό, ανέφικτο, το θεμιτό, το αθέμιτο.
Το ον με τη μορφή πτηνού μέσα από τις φιλοσοφικές περιδινήσεις της ποιήτριας είναι ίσως το μόνο που μέσα από την ιερότητά του, μπορεί να διαρρήξει τον συμπαγή κόσμο της πραγματικότητας της ύπαρξης. 


Το ον εκμηδενίζεται όταν απομονώνεται. Το όνειρο της αγάπης παραμένει ηχηρό, το συναίσθημα κατακτά την ανωτερότητά του στη σωστή θερμοκρασία λέξεων. Το αόρατο γίνεται ορατό, το μηδέν ανασυγκροτείται. Το ορατό αποκτά μορφή ατομική κι ελεύθερη. Οι στίχοι σμιλεύονται με το βάθος μιας σπάνιας διανοητικής επεξεργασίας, λειαίνονται ώσπου να γυμνωθούν και ν’ αποκαλύψουν τον σκληρό πυρήνα της σκέψης που τους γέννησε.

Με την περιπλάνηση της γόνιμης σκέψης της και της επίμονης ποιητικής της ψυχής πορεύεται στις λεωφόρους της ποίησης η Κλεοπάτρα Λυμπέρη. Οι ορίζοντες που χαράζει τέμνονται και ενίοτε συμφιλιώνονται. Συμφιλιώνονται με το όλον και το μηδέν. Η αλήθεια, η ομορφιά, το σωστό, το δίκαιο, το μοιραίο, το ουτοπικό προσωρινά κατακρημνίζονται κι έπειτα ανασυγκροτούνται. Η ποιήτρια θα ξεφύγει, θα απελευθερωθεί «πετώντας» από την τυραννία του καλού και του κακού, του αληθινού και του υποκριτικού; Λίγοι στίχοι: O φιλόσοφος είναι κάποιος που ψάχνει να βρει/ όσα οι άλλοι άφησαν σε άλλη θέση - ψάχνει έναν τρόπο/ να μπει στον εαυτό του./ (Αλλά ο εαυτός συνήθως αποσύρεται όταν τον κυνηγάνε).  

Είναι γεγονός, ο άνθρωπος που σκέφτεται το πεπρωμένο κάνει ένα βήμα εμπρός αναγνωρίζοντας την περιπλάνηση. Επιχειρεί, όπως το έθεσε στα περίφημά του «Πρόσωπα και Προσωπεία», ο Κώστας Αξελός, στο «να ξεπεράσει το είναι, να μην είναι κανείς, προσκολλημένος στο είναι και σε αυτό που δεν είναι». Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη αποτυπώνει ποιητικά μέσα από τις φιλοσοφικές της προσεγγίσεις μια πραγματικότητα όπως έπρεπε να είναι κι όχι όπως είναι. Είναι η ίδια η πραγματικότητα που χάνει συχνά τη σοβαρότητά της. Η πραγματικότητα που οφείλει να χάσει τη σοβαρότητά της. Μια πραγματικότητα όπου συναντούνται θεαματικά η δύναμη της φύσης, ο καθρέφτης του ονείρου, η συνείδηση της ύπαρξης, η ουσία και το νόημα από τον κόσμο του πνεύματος, τον κόσμο της ύλης και τον κόσμο του συναισθήματος. Κι όλη αυτή η φαντασμαγορική συνύπαρξη που γονιμοποιείται κυρίως μέσα στο σώμα μιας δημιουργικής αυτοπαρατήρησης, επιτελείται με το βλέμμα της ποιήτριας, εστιασμένο στην αιτία και όχι στο σύμπτωμα,  στην αρχή και όχι στο τέλος. Γράφει σχετικά: Ζούσα στη φωλιά μου με το βλέμμα/ εκείνου που κοιτάζει χωρίς να βλέπει./ Γιατί η όραση συνήθως πηγαίνει αλλού/ από κει που τη στέλνεις.

Η φωλιά μπορεί να περιέχει ένα αβγό με ζωή εντός του, έναν εκκολαπτόμενο νεοσσό, μπορεί να μην περιέχει και τίποτα καθώς το αυγό μπορεί να είναι κλούβιο, όπως μπορεί να μην υπάρχει ούτε αυτό το κλούβιο αβγό. Να μην υπάρχει συμβολικά η οικογένεια, αλλά ούτε και η ψευδαίσθησή της. Να μην υπάρχει τίποτα. Ένα μηδενικό. Αλλά ένα μηδενικό είναι κι αυτό κάτι. Είναι ένας κύκλος. Εκεί στο σημείο μηδέν τα πράγματα ενώνονται ξανά, αιώνια, το σπίτι του Είναι κτίζει τον εαυτό του πανόμοιο, ο κύκλος του Είναι ακολουθεί τον εαυτό του. Όπως ίσως θα το ήθελε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στο έργο του «Έρως και Πολιτισμός», σε κάθε Τώρα το Είναι αρχίζει, γύρω από κάθε Εδώ γυρίζει η σφαίρα του Εκεί. Το κέντρο είναι παντού. Λίγοι στίχοι: Καθότι εκείνη η φωλιά με το πουλί/ - μου φαίνεται- (το αυγό είναι πάντα γεμάτο από κάτι)./ Τα αυγά, από πριν πτηνά ή/ απλώς σχέδια αποτυχημένα.

Καμπύλη είναι το μονοπάτι της αιωνιότητας. Η φωλιά κομβικό σημείο στο σύνολο της ποιητικής συλλογής, παραπέμπει εφ ενός στη δύναμη και στο ένστικτο της φύσης, όπως το εγωιστικό ωάριο στη μήτρα, εφ ετέρου σ’ ένα ισχυρό σύμβολο για την γυναικεία υπόσταση και εμπειρία, αυτόν της οικογενειακής εστίας που τελεί υπό την προστασία και φροντίδα της, αλλά και σε μια τρίτη εκδοχή αυτήν της ερωτικής φωλιάς που στεγάζει το ζευγάρι με τα πάθη, τις ανάγκες, τις επιθυμίες. Παραθέτω: Δύο πτηνά ίσον ένα. Πάνω στο κλαδί/η εγγύτητα η κατάσταση ζεύγος./ Εγώ πτηνό, εσύ φτερούγισμα συμπληρωματικό/ στο βαλς των εποχών μου/ σε ονομάζω σκάλα του πιο σκοτεινού γαλαξία.

«Ο κόσμος της φύσης είναι ένας κόσμος καταπίεσης και σκληρότητας», κατά τον Χ. Μαρκούζε, «όπως και ο ανθρώπινος κόσμος σαν τον τελευταίο περιμένει την απελευθέρωσή του. Αυτή η απελευθέρωση είναι το έργο του έρωτα». Μια διαδικασία ατέρμονης αναμονής, μιας ευτυχίας που χάθηκε, μιας ευτυχίας που βρέθηκε.
Ο ποιητής καλπάζω με ίππο τις σελίδες/ πάνω στη χλόη της Έμιλυ-είμαι κι εγώ ο Κανένας; Αν είμαι ο κανένας που δεν έγινα ο υπάρχων/ αν είμαι ο ιππεύων που δεν έγινα ο/ επόπτης στις αβύσσους, θα πει πως η λέξη αγαπώ γέρασε μέσα μου πριν τη γεννήσω.

Ως γνήσια αμαζόνα των στίχων της, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη ξέρει να ιππεύει επιδέξια σαν να ήταν άλογο κούρσας τον ποιητικό λόγο της, ασκώντας τον πλήρη έλεγχο. Με εκφραστική ευχέρεια και λόγο απέριττο οι στίχοι της γίνονται δραστικοί και λειτουργικοί κοινωνώντας το πυκνό νόημα  που επιχειρεί να μεταδώσει η ποιήτρια, τερματίζοντας με άνεση και επιδεξιότητα. Τα ποιητικά στοιχεία της ζωής, της φαντασίας, της τέχνης εκκολάπτονται, αναπτερώνονται, φτερουγίζοντας, ανυψώνονται, αναπαράγοντας εναλλάξ  φτερωτά μηδενικά και άπτερα όντα, άπτερα μηδενικά και φτερωτά όντα. Ένα κράμα πολύτιμων στοιχείων, μια νέα συνομιλία κι ένας άριστα επεξεργασμένος εσωτερικός διάλογος διεξάγονται ανάμεσα στην φιλοσοφική αναζήτηση και στην ποιητική τέχνη του «ανδρόγυνου θαυματοποιού ποιητή»  προς τέρψιν του αναγνώστη.


Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια






Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Χλόη Κουτσουμπέλη - Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ





ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
XΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


Η ΝΤΡΟΠΗ

Ο καθένας κουβαλάει την ντροπή του
κολλημένο βλέφαρο στην πλάτη,
η ξηλωμένη πατρική οικογένεια
κρεμάει στο μανίκι.
Για χρόνια δεν το ήξερα κι εγώ.
Είναι στραβοί οι τοίχοι του σπιτιού,
είπε πρόσφατα ο μηχανικός.
Και επιπλέον ανύπαρκτη η διεύθυνση




Συγκεκριμένα, ενώ η οδοσήμανση είναι κανονική,
ο δρόμος ξαφνικά σπάει και αιωρείται,
ενώ παρεμβάλλεται ένα πάρκο με σκυλιά
που δαιμονισμένα γαβγίζουν λυσσασμένα.




Επιπροσθέτως υπάρχει το θεματάκι με τη θάλασσα.
Ενώ η παραλία απέχει πεντακόσιες μακροπόδαρες γιάρδες μακριά,
τα κύματα συχνά πλημμυρίζουν το σαλόνι.
Μερικά έπιπλα συνήθως πνίγονται.
Μόνο ο βαρύς μπουφές με τα νεκρά ποτήρια του λικέρ
επιβιώνει.




Ύστερα από κάθε παλίρροια τα κρύσταλλα λάμπουν καθαρά,
τα πιατάκια του γλυκού χαμογελούνε ραγισμένα
κι η ασημένια σταχτοθήκη με την τελευταία σου γόπα
καπνίζει ακόμα.




Όταν η αφρισμένη θάλασσα ορμάει μέσα,
φέρνει συχνά τα δώρα της.
Ένα μαξιλάρι παιδικό με κεντημένο το όνομα Βασίλης.
Υπήρξε, άραγε, ποτέ αδελφός;
Υπήρξε μητέρα, πατέρας, οικογένεια
ή πάντα ο Μαύρος Πόντος καταπόντιζε;
Ναι, πάντα την ντροπή μας κουβαλάμε.
Ένα κλεισμένο βλέφαρο σαν όστρακο στην πλάτη.



Όμως με τα χρόνια ανοίγει.

Οι βλεφαρίδες ξεκολλούν με δυσκολία.
Και ξαφνικά ανοίγει το τεράστιο μάτι.
Που κάποιοι αποκαλούνε έμπνευση.




Από το βιβλίο
ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ
(Εκδόσεις Πόλις)