Translate

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Χλόη Κουτσουμπέλη - Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ




ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ ΧΛΟΗ
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ ΧΛΟΗ
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


ΠΡΩΙΝΗ ΣΥΝΑΞΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ Κόρακας κοράκου μάτι βγάζει μαύρα φτερά πάνω στον πάγκο. Το ψέμα πάλι που ως γνωστόν έχει κοντά ποδάρια αλευρώνεται πρόβατο φίλος για να κρύψει τον λύκο από κάτω η θλίψη όμως, αχ η θλίψη έχει βάλει το κεφάλι της στον φούρνο


προσφέρει τα χέρια της κουλούρια μαζί με τον καφέ παρηγοριάς. Η ελπίδα γυαλίζει τα ποτηράκια του κονιάκ σαν κάποιος να επρόκειτο όσο για τον γνωστό Γιάννη, λίγες μέρες πριν τα γενέθλια, μόνος του κερνά και μόνος πίνει. Τα αυγά της γειτόνισσας αισθητά πάντα πιο μεγάλα τσιτσιρίζουνε με μπέικον.
Στη Μόσχα αδελφές μου, στη Μόσχα, ενθαρρύνει το ένα το άλλο μέσα στο τηγάνι. Έτσι φουσκώνει το πρωί Κυριακής, αρχή Νοέμβρη, μες στο σπίτι της,
σε σβώλους μες στην κατσαρόλα.

Πάλι έκαψες την μέρα σου, λέει η γιαγιά που μπαίνει στην κουζίνα με ένα πανέρι μήλα που φιλοξενούν οικόσιτο σκουλήκι, αφού όπως όλοι ξέρουμε, το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει.

Aπό το βιβλίο
Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ
(εκδόσεις Μελάνι)
κρατικό βραβείο 2016





Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Δώρα Kασκάλη





ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ δωΡΑ κασΚΑΛΗ     δωΡα κασκαΛΗ  ΔΩρα

  κασΚΑΛΗ
δωρα κασκαλη




ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΕΣ ΟΡΟΙ

Ἄς κάνουμε μιά συμϕωνία
ἐγώ καί ἡ σιωπή σου:
θά ’ναι τόσο παροῦσα πού
ἄν ξεχαστῶ γιά λίγο
ἄν πῶ ὅτι θυμᾶμαι
τ’ ἀδιάβατά σου χείλη
τά δυό νευρώδη πόδια
τόσο κοντά
στό χέρι μου
πού χάιδευες γιά νά κερδίσεις τούς ρυθμούς του
καί μοῦ πετοῦσες νύχια μαλακά
στό μονοπάτι μές στό δάσος σου
γιά νά σέ ξαναβρῶ,
θά κλείσει τό πλάνο ἡ σιωπή σου
θά πεῖ τό ἀποϕασιστικό cut!
Καί μετά
fade out.


Δέν θά ὑπάρχουν ὅροι ἀπαγορευτικοί
μόνο κατ’ οἶκον περιορισμός
μιᾶς μπαγιάτικης ἐπιθυμίας
στό κουκούλι τοῦ λάθους.

Τίμιες συμϕωνίες σ’ ἕνα παιχνίδι
ἀτιμίας γιά ὅρκους ἔρωτα
πού ἀσελγοῦν
πάνω στό ἀνοίκειο σῶμα τοῦ
μαζί.

Από την ενότητα «Ο έρως έχει ύπαρξη»,
Ανταλλακτήριο ηδονών, Σαιξπηρικόν 2014



ΔΗΜΩΔΕΣ

Βάδισα κάμποσα χιλιόμετρα,
τρύπησαν τα παπούτσια μου·
ήτανε δέρμα ντελικάτο.
Φόρεσα ρόμπολο χιλιόχρονο,
το πήρε το ποτάμι.
Ανέβηκα σε δύο αγκαθωτούς τροχούς
κόκκινο έβαψα το φουστάνι.
Μίλησα με περαστικούς,
ζήτησαν ανθρωπιά
θαύματα της ζωής μικρά.
Με πήρανε για ξωτικιά,
δεν είχαν ξαναδεί
άνθρωπο δίχως αίμα
στη δημοσιά να περπατά.
Πέρασαν ημερόνυχτα επτά,
και έφτασα ξυπόλυτη
μέσα στο θάμπος,     
–στη γυάλινη κυψέλη
που επιστρέφει το χαμόγελο
μαχαίρι–
να υπάρξω ώς την δωδεκάτη ώρα
ένα ελάχιστο καταφύγιο,
για να ’χεις κάπου ν’ ακουμπήσεις
τη ραγισμένη σου ματιά.


Από την ενότητα «Ψιχάλ’ από γαλακτοφόρο ουρανό»,
Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Μελάνι 2018

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Ελσα Κορνέτη-Αγγελόπτερα



ΕΛΣΑ ΚΟρνέτη ΕΛΣΑ κορνέΤΗ     ΕΛσα 
ΚορνέΤΗ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΝΤΗ         ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
               ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
                      ΕΣΛΑ ΚΟΡΝΕΤΗ



            



     Ο βιρτουόζος


Ένα διδακτικό όνειρο έχει την τάση
ή την κακή συνήθεια
να επαναλαμβάνεται
κι αυτός το βλέπει
κάθε νύχτα γιατί
κάθε νύχτα
τρυπώνει στον ύπνο του
η ίδια φαντασίωση
Κινώντας πέρα δώθε
ένα μεταφυσικό δάκτυλο
προπονείται
στο γαργαλητό
του μυαλού του 



Βλέπει το σώμα του καθισμένο μπροστά στο πιάνο
είναι εκεί παίζοντας τη σονάτα του Σοπέν
τα δάκτυλα να κατρακυλούν μανιασμένα στο κλαβιέ
τη μουσική να τρέχει πέρα από την αναπνοή του
πέρα από το βλέμμα πέρα από τη ζωή του
Ένα μπουκέτο χορδές και μια αρμαθιά πλήκτρα
είναι τα ιερά σκεύη της ψυχής του
ένας άνθρωπος στην υπηρεσία της μουσικής,
 ένα ανθρώπινο θαύμα στην υπηρεσία του θαύματος
                           

  
          Κάποια στιγμή το πιάνο κλυδωνίζεται
            αρχίζει να κινείται
           το καπάκι γίνεται πελώριο φτερό
          με ορμή και πάταγο ανοιγοκλείνει
              ώσπου το μαύρο πιάνο
               σαν γιγάντιο πουλί