ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
για το βιβλίο του Κώστα Γιαννόπουλου
Περικλής Γιαννόπουλος-
Πορτραίτο που κάηκε στο φως
Σειρά «Βίοι Αγίων(Υπόγειες Διαδρομές)»
Εκδόσεις Ηλέκτρα
Σελ.182 Ε 15
Το ιλαρόν φως του Περικλή Γιαννόπουλου.
Υπάρχει κάτι μέσα στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου που μπορεί να μας γοητεύσει σήμερα; Παραθέτω ένα απόσπασμα από το κείμενό του «Νύμφες του Αγαίου», με το οποίο είχα έρθει σ’ επαφή διαμέσου ενός άλλου βιβλίου (το «απαγγέλει» ο Κατσίμπαλης στον Κολοσσό του Μαρουσιού):
για το βιβλίο του Κώστα Γιαννόπουλου
Περικλής Γιαννόπουλος-
Πορτραίτο που κάηκε στο φως
Σειρά «Βίοι Αγίων(Υπόγειες Διαδρομές)»
Εκδόσεις Ηλέκτρα
Σελ.182 Ε 15
Το ιλαρόν φως του Περικλή Γιαννόπουλου.
Υπάρχει κάτι μέσα στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου που μπορεί να μας γοητεύσει σήμερα; Παραθέτω ένα απόσπασμα από το κείμενό του «Νύμφες του Αγαίου», με το οποίο είχα έρθει σ’ επαφή διαμέσου ενός άλλου βιβλίου (το «απαγγέλει» ο Κατσίμπαλης στον Κολοσσό του Μαρουσιού):
Εις του Αιγαίου τα ονειρώδη ρεύματα, σπασμένα κοσμοθραύσματα, [॥] υψούνται υπό των κυμάτων, πολύμορφα συμπλέγματα ορέων, άλλα περιδέραιον Ελλάδος, άλλα περιδέραιον Ασίας, άλλα χοροί ανάμεσον αυτό, αι πολυάριθμοι […।] νήσοι, συνθέτουσαι λαμπροτάτην οπτασία επιγείων αθυρμάτων.
Όσοι από μας συλλαμβάνουμε την ποίηση μονομερώς, σαν μια κατάσταση υπερβατική, νομίζω πως ορισμένες φράσεις από το έργο του Γιαννόπουλου χοροστατούν για να εισχωρήσουμε εμφαντικά στο πιο γήινο μέρος της ποιητικής γλώσσας, καθώς απεικονίζουν ευδιάκριτα ακριβώς αυτή την αναλογία γλώσσας και τοπίου, την υλικότητα της ομορφιάς। Η ποιητική του Π.Γ αισθάνομαι ότι δεν σχετίζεται με τον εξωραϊσμό του πραγματικού, αλλ’ αντιθέτως, με την απόδοση της σαφήνειας και της καθαρότητας των γραμμών που μεταφέρει το ελληνικό περιβάλλον, ως πράξη, μέσα στο λόγο. Μήπως, όμως και οι ιδέες του κάλους και του φωτός, που διαποτίζουν αυτό το έργο του, δεν αποτελούν δυο αμιγώς «γήινες» ελληνικές πραγματικότητες;
Ο Γιανόπουλος ονόμαζε το ελληνικό φως, φάος, όπως οι αρχαίοι। Το αγάπησε παράφορα και το εγκατέστησε στο κέντρο των αισθητικών και φιλοσοφικών του αναλύσεων. Το θεώρησε υπεύθυνο για την υπαρξιακή ισορροπία της ελληνικής φυλής μέσα στους αιώνες, το αντιδιέστειλε με το σκότος του Βορρά, το αναγνώρισε ως ρέουσα πραγματικότητα στην ανάδειξη μιας ελληνικής χρωματικής γκάμας μέσα στα έργα της ζωγραφικής.
Ωστόσο, παρά τον έρωτά του για το φως, ο Γιαννόπουλος είναι αυτός στον οποίον οφείλουμε την πρώτη ελληνική μετάφραση του Κορακιού (του σκοτεινού αριστουργήματος του Πόε)। Την ίδια περίοδο που έγραφε για την «χαμένη κόρη που οι άγγελοι την αποκαλούν Λενόρ», μετέφραζε επίσης, μεταξύ άλλων, «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο» του Ουάιλντ, κομμάτια από το έργο του Πιέρ Λοτί, του Ντίκενς, του Τελιέ, του Μπωντλαίρ. Ο ολιγογράφος αυτός ποιητής (νομίζω, του αρμόζει η προσφώνηση) συνέθεσε και δεκαπέντε πεζά ποιήματα, με τα οποία ασχολήθηκε ο Απόστολος Σαχίνης, στη μελέτη του για την Πεζογραφία του Αισθητισμού. Όσο για τη σκέψη του, συμπυκνωμένη σε οκτώ άρθρα πολιτικής και αισθητικής κατεύθυνσης, περιέχει τις ιδέες χάρις στις οποίες αναγορεύτηκε (μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη) ως ο Έλληνας θεωρητικός του εθνικισμού.
Από την περίοδο του Παρισιού (1890-1892), ο Π.Γ. είναι φανερό ότι κράτησε όλα όσα κατανόησε για τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του (αισθητισμό, παρνασσισμό, συμβολισμό) αλλά και τη μποεμία. Στην ιδιαίτερη αγάπη του για το τοπίο και τον ηθικό προσανατολισμό του, εύκολα κανείς αναγνωρίζει την επίδραση του Τζων Ράσκιν και του Ιππόλυτου Ταιν (θεωρία για το περιβάλλον). Το ίδιο εμφανείς είναι άλλωστε και οι επιδράσεις του από τον Ουώλτερ Πέιτερ, τον Τιμπωνέ, τον Νίτσε, τον Μπερξόν.
Σήμερα, ο οξύς και επιθετικός τόνος της «ελληνικότητας» του Γιαννόπουλου μέσα στα θεωρητικά του κείμενα (ιδωμένος από την ασφαλή απόσταση ενός μεταγενέστερου), αποκαλύπτει πλήρως την ιστορική της σκοπιμότητα σε μια εποχή που το ζήτημα της ιθαγένειας και της εθνικής αυτογνωσίας (το ζήτημα του προσδιορισμού μιας ταυτότητας) ήταν φλέγουσα αναγκαιότητα ωρίμανσης για κάθε Έλληνα। Ο Π.Γ. ήθελε να γίνει για την Ελλάδα ότι υπήρξαν για τις χώρες τους ο Νίτσε, ο Φίχτε, ο Έμερσον, ο Ράσκιν, ο Καρλάιλ. Ήθελε να κηρύξει, να διαφωτίσει, να αναπλάσει, να διαμορφώσει, να ξυπνήσει το βαθύτερο στρώμα της ελληνικής συνείδησης. Αποσκευές του: η ελληνική φύση, η ελληνική σκέψη, η ελληνική γραμμή. Μέσα σ’ αυτό το τρίπτυχο αναπτύσσεται ο «εθνικισμός» του. Ωστόσο ο Ξενόπουλος θα γράψει (1908): Ο Γιαννόπουλος είναι πρώτον και κύριον –και ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από α ι σ θ η τ ι κ ό ς.
Από κοντά, ο Παλαμάς θα συμπληρώσει για το Γιαννόπουλο: Η ρητορική του ήταν και η αρετή του και η αμαρτία του। (Ας μου επιτραπεί η ειρωνεία : το ίδιο ακριβώς ίσχυσε και για τον Παλαμά)। Επιμένω ότι θα ήταν λάθος να σταθεί κάποιος στις υπερβολές και στις ακρότητες της γλώσσας του Γιαννόπουλου, της οποίας η υπόσταση, κατά το δικό μου αίσθημα, δεν σχετίζεται με τη μορφή αλλά με τον Τόνο ενός βαθύτερου ψυχικού χώρου που ενώνεται κατευθείαν μ΄ αυτή τη χώρα. Για μένα, αυτός ο Τόνος (ο οποίος, παραδόξως, στο συγκεκριμένο κείμενο «Νύμφες του Αιγαίου» προσομοιάζει με τον εγγαστρύμιθο ήχο του Κάλβου), μεταφέρει το ρεύμα μιας μυστικής ζωής που μας αφορά –και δεν αναφέρομαι στην ειδική προσωπικότητα του Γιαννόπουλου αλλά σε κάτι πιο χθόνιο και ταυτοχρόνως ουράνιο, ως περίληψη της ιστορίας και της ευαισθησίας ενός λαού, η οποία αισθητικοποιείται και εγγράφεται σ’ έναν ποιητικό καθρέφτη για να μπορεί να διαθλά όχι μια εμμονή παρελθοντολογίας αλλά τη μαγιά μιας νέας πραγματικότητας.
Ίσως αυτό ακριβώς να είχε σκεφτεί ο Ελύτης όταν έγραφε για τον Δραγούμη και το Γιαννόπουλο:Ήταν πολύ νωρίς για να μπορέσω να ξεχωρίσω […] το υγιές μέρος που έκλειναν οι απόψεις τους […] Βέβαια ερχόντανε και τότε στιγμές που το μήνυμά τους το βαθύτερο με άγγιζε και τότε το έβρισκα ωραίο।
Ο Ελύτης, λοιπόν। Να κάποιος που δεν έκρυψε την επιρροή του από τον Γιαννόπουλο (Ανοιχτά χαρτιά). Ένα έργο κρίνεται σημαντικό όταν μπορεί να διαχυθεί μέσα σε άλλα έργα για να γεννήσει σπινθήρες ζωής, κινήσεις ιδεών, αισθημάτων, εμπνεύσεων, αντιδράσεων, καινοτομιών, καταστροφών. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο Π.Γ. έχει επιδράσει. Και δεν εννοώ βεβαίως τους λογής λογής εθνικιστές (ακόμη και η Χρυσή Αυγή τον οικειοποιήθηκε), παρά άλλα πνεύματα περισσότερο εκλεπτυσμένα. Ο Άγγελος Σικελιανός του χρωστάει την ελληνική του συνείδηση, την οποία απέκτησε «μέσα στην ατμόσφαιρα και το προφητικό θάμπος που σκορπούσε ο Γιαννόπουλος με τη ζωή του και τη δημιουργία του» (για να χρησιμοποιήσω αυτούσια τα λόγια του Α. Καραντώνη). Αλλά μήπως και ο Παλαμάς στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», ή ο Θεοτοκάς στο «Μέρες Αργίας» (1907) δεν μοιάζουν να ακολουθούν κατά πόδας τις ιδέες του Π.Γ παρά τις ενστάσεις τους προς αυτόν;
Αν δεν είχε προϋπάρξει ο συγγραφέας της «Ελληνικής Γραμμής», ίσως ο Σεφέρης να μην είχε «κοιτάξει» μ’ αυτό τον τρόπο το ελληνικό φως για να του αποδώσει «μια λειτουργία ενανθρωπισμού» (Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη»). Ο Π.Γ μεταγγίζει τον έρωτα του για το φως στον Κατσίμπαλη, στο Σεφέρη, στον Ελύτη –σε όλη τη γενιά του 30- μέσα από μια οργανική συνέχεια η οποία δεν σχετίζεται με ζητήματα αισθητικής τάξεως αλλά απαντά σ’ ένα αιτούμενο ψυχικής διάρθωσης. (Είναι ξεκάθαρο ότι ο «ορθός λόγος» του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να πληγεί από την «φαντασιοπληξία» του Γιαννόπουλου, ή την ακραία πολιτική του στάση, όμως εμβολιάζεται μ’ ένα γνήσιο μεταφυσικό αίσθημα που εισχωρεί εντός του για να εγκαταστήσει το πεδίο εκείνο, ακριβώς πριν την απομάγευση του κόσμου.)
Αισθάνομαι ότι ο Σεφέρης, καθώς καταθέτει τις ιδέες του για την ελληνικότητα, διαγράφει το ίδιο το πρόσωπο του Γιαννόπουλου: Όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική। Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές. (από το «Διάλογο» με τον Κ.Τσάτσο). O Γιαννόπουλος, όσο κι αν μοιάζει ιδεοληπτικός, ακραίος, «ρομαντικός», απροσάρμοστος, είναι βέβαιο ότι, ως φύση μυστικιστική, κατέχει το κλειδί μιας απόλυτης διαύγειας.
Ο Σεφέρης βέβαια αρνείται ότι είχε κάποια σχέση με το συγγραφέα της «Ελληνικής Γραμμής» (Δοκιμές Β)। (Από τον Ρόντερικ Μπήτον, στην πρόσφατη βιογραφία του για τον Σεφέρη, μαθαίνουμε πως ο τελευταίος είχε κρατήσει σημειώσεις για να γράψει μια «δοκιμή» και για το Γιαννόπουλο.) Αντιθέτως, ο Κατσίμπαλης θαύμαζε απροκάλυπτα το Γιαννόπουλο και το δήλωνε με κάθε ευκαιρία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δυό τους, Κατσίμπαλης και Σεφέρης, θα μεταφέρουν τον έρωτα για το ελληνικό φως στον Χένρι Μίλερ (Ο Κολοσσός του Μαρουσιού) και στον Λόρεν Ντάρελ (Στοχασμοί για μια θαλάσσια Αφροδίτη, Το κελί του Πρόσπερο, Τα ελληνικά νησιά) για να ταξιδέψει έξω από τα σύνορα της εντοπιότητάς του.
Συμπληρώνω δυό λόγια για το θέμα της «ελληνικής» ματιάς του Γιαννόπουλου: Αν θα ήθελα να μιλήσω με ψυχολογικούς όρους, θα τόνιζα ότι εκείνος που επιμένει να φωνασκεί την ανωτερότητά του, το κάνει ακριβώς γιατί αισθάνεται κατώτερος। Ο Π.Γ, ταυτισμένος με την ελληνική συνείδηση του καιρού του η οποία μετέφερε αυτήν ακριβώς τη μειονεξία σε σχέση με την Ευρωπαϊκή της ταυτότητα, αναλαμβάνει ένα πολύ συγκεκριμμένο ρόλο: να μεταλλάξει και να μετουσιώσει την χαμηλή αυτοεικόνα του Έλληνα. Έτσι, τον προσκαλεί να εισχωρήσει στο λαμπερό αρχαίο κέντρο του -το αληθινό του είναι-, για να προσδιοριστεί ξανά, μέσ’ από μια νέα αυτοσυνείδηση. Αλλά πώς μπορείς να συγκεντρωθείς στον «εαυτό», παρά σε αντιδιαστολή με το «έτερο», μ’ εκείνο που βρίσκεται «εκτός»; Ιδού ο λόγος για τον οποίον ο Π.Γ. θέτει το «ελληνικό εγώ» (την ελληνικότητα, τα μέτρα και τα σταθμά της) απέναντι στο «ευρωπαϊκό εγώ», με τόσο επιθετικό τρόπο. (Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι, εάν το εγώ, μετά τον αυτοπροσδιορισμό του, δεν διανοιχθεί οικεία βουλήσει στο έτερο - για να συνδιαλλαγεί, να συναιρεθεί, να συνδημιουργήσει-, τότε γίνεται αυτοπαθές, αρτηριοσκληρωτικό και βάναυσο.)
Ο Κώστας Γιαννόπουλος, συγγραφέας της παρούσης μονογραφίας, επιχειρεί να διατρέξει την ζωή και την εποχή του Π।Γ, αναπτύσσοντας μια συναισθηματική σχέση μαζί του, η οποία, ενίοτε, καταλήγει ως αφήγηση του δικού του ψυχισμού και των δικών του εμμονών, αλλά και ενεργοποίηση της διάθεσής του για παράλληλη λογοτεχνική δραστηριότητα। Πιστός στο ρομαντικό κλίμα του Π।Γ, επίγονος και τρυφερός θαυμαστής, ανασυνθέτει εδώ την ατμόσφαιρα εκείνου με τόνους λυρικούς, παρουσιάζοντας την ερωτική σχέση Γιαννόπουλου-Σοφίας Λασκαρίδου (το ειδύλλιο με τη νεαρή ζωγράφο κράτησε μια δεκαετία) αλλά και όλα τα περί της αυτοκτονίας του, συρράφοντας προσεκτικά τα δημοσιογραφικά και τα λογοτεχνικά δεδομένα με τις ιδιαίτερες διαδρομές του βιογραφούμενου, χωρίς ωστόσο να αποφεύγονται κάποια μελοδραματικά κρεσέντα.
(δημοσιεύτηκε στη Βιβιοθήκη της Ελευθεροτυπίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου