και οι πενθούντες, μπρος και πίσω,
έσερναν κι έσερναν το βήμα, ώσπου μου
φάνηκε πως το Νόημα κράταγε το ίσο.
Κι όταν πια όλοι τους είχανε καθίσει,
μια θεία λειτουργία σαν τυμπάνου
χτύπος, θρηνούσε και θρηνούσε,
έτσι που νόμισα πως χάνω τα μυαλά μου.
Άκουσα τότε να σηκώνουνε μια κάσα
και τρίζοντας, μου διασχίζαν την ψυχή
φορώντας τις ίδιες μολυβένιες μπότες, πάλι,
και ξάφνου το Σύμπαν άρχισε να ηχεί
ωσάν οι ουρανοί να’ ταν καμπάνα,
κι η ύπαρξη τίποτε πάρεξ εν’ αυτί,
γενιά αλλόκοτη εγώ μες τη σιωπή μου
ναυάγιο -πες- σ’ ερημική ακτή.
Εθραύστη τότε μία της λογικής σανίδα,
κι έπεφτα -είδα- χαμηλά, πιο χαμηλά,
και κάθε μου βουτιά χτυπούσε σ’ έναν κόσμο,
κι ως τέλειωσεν η πτώση, γνώριζα πια.
(Μετάφραση: Kλεοπάτρα Λυμπέρη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου