Translate

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Μαίρη Κλιγκάτση - Νυμφώνας




ΜΑΙΡΗ    ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ
    ΜΑΙΡΗ
ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ          ΜΑΙΡΗ
             ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ
    ΜΑΙΡΗ
















Ρουθ/Βηρσαβεέ

Θα πρέπει να πήγες να ήρθες, να είπες κυρίως ό,τι 
θυμάσαι να είσαι / σου είπαν και εκείνοι πώς μοιάζεις, τι
χρώμα στα δάχτυλα έχεις εσύ και ποιο τα μαλλιά σου /
σου δείζαν πώς βράζει ο γέρος παππούς στο τσουκάλι
τα φρέσκα του ζώα, πώς κλείνει ο άνδρας τα μάτια 
κοιτώντας τον ύπνο, πώς κλαίει η γυναίκα με γέλιο το
γέλιο / μας είπες σελίδες γραμμένες για εκείνες για
εκείνους, για σένα που νομίζεις πως ξέρεις / και τάισες,
έφαγες, χώνεψες στρογγυλό μαύρο / σ’ ανοίγει σπασμένη 
το τώρα στο κρύο τραπέζι, σε ψάχνει, βουλιάζεις.


Μα, πες μου, τι είναι αυτό το κουτί που κρατάς για 
κεφάλι / πόσα ονόματα κρύβεις / σου λένε, μιλάνε 
χιλιάδες κεφάλια, τα χέρια σού λέω, τα χέρια που πιάνουν
το κρύο κεφάλι, σε αφήνουν, σε δέρνουν, χιλιάδες σου
χέρια μες στο κεφάλι / σε πήραν σε φάγαν δική τους πια
τώρα / και πήγες και ήρθες και είπες αυτά που θυμάσαι,
ωραία μην κλαις, μην φοβάσαι, δεν πρέπει, αφού δεν
θυμάσαι το πριν το μετά το παρόν σου /μα πρέπει μπροστά
σου να δεις εκείνη μπροστά στον καθρέφτη, κι εκείνον
στην άλλη του άκρη σπασμένο, σπασμένοι κι οι δύο.


Ο άνθρωπος μόνος μονάχος μπροστά στον καθρέφτη,
η μάχη το σώμα, εκείνο που ανήκει / σε ποιον το δικό
μου κι ο Ξένος ως τι πια δικός μου, σου λεν δεν σε
ακούω, δεν βλέπω πού είσαι, μα είσαι
εδώ ώς εδώ που με φτάνεις. Με φτάνεις.

                        

      [αυτός που δεν έγραψε ποιήματα]

Θυμάμαι να έραψα ξανά επάνω μου την πτώση.
Ας πούμε πως βαφτίστηκε
«Η βαρύτητα και η χάρη».
Κι ας πούμε πως τώρα εσύ αγγίζεις το βαρύ σου κεφάλι,
Και πέφτουμε και οι δυο κουρασμένοι
στα χέρια που
τώρα αγγίζουν το χρυσό σου κεφάλι.
Πώς ήταν έξι και δώδεκα και βούιζε, κόχλαζε, έτρεμε
η πίστα φωτός, το μελίσσι που γίναμε.
Και σκόρπισες, έφυγες, πρόλαβες τελικά.
Ας πούμε — ότι ξέρεις πως ξέρω:
«Μα υπάρχει προφανής διαφορά σε ένα ποίημα που νομίζει
πως γράφεται,
σε ένα μυθιστόρημα που είναι ήδη γραμμένο».
Και ας πούμε επιτέλους για τις πόλεις, τα φώτα,
το ζώο που είναι ο λαιμός σου.
Ας πούμε επιτέλους για αυτά και για εσένα.
Αφού εμείς- εσύ δηλαδή,
άλλον προορισμό απ’ το να πέφτεις στα χέρια δεν έχεις.
Κι ας πούμε τελικά για σημεία αντιλεγόμενα,
για κείνες τις γραμμές που οι δυο συναντιέστε.
Για ό,τι κάποτε διαβάσαμε στην απόσταση
και για τη μεγάλη της λίμνη,
που μέσα της πνίγομαι, που μέσα σε κρύβω
εσένα που μ’ είδες. 
.


Aπό την ποιητική συλλογή Νυμφώνας, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου