ΕΛΣΑ ΟΡΝΕΤΗ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Η βουλιμική οικογένεια
*
Είναι
κάποιες μέρες που
η
αγάπη μοιάζει
με
κόκκινη ξεραμένη σάλτσα
Είναι
κάποιες μέρες που
η
αγάπη έχει γεύση
ξινής
ντοματόσουπας
Μια
μέρα η αγάπη
κόλλησε
ανάμεσα
σε δύο
άπλυτα
κουτάλια
*
Το 1977 η μαμά μαγείρευε
σούπα με ροδοπέταλα
στο επαναστατικό σκεύος εποχής
Η ονειρόσουπα έλεγε
γίνεται πιο νόστιμη
όταν βράζει
σε χύτρα ταχύτητας
Τα πιάτα γίνονται πιο τριζάτα
όταν πλένονται στο πλυντήριο πιάτων
κι εγώ πιο ανάλαφρη και αιχμηρή
για να πετώ πάνω σ΄ έναν πίνακα ζωγραφικής
και να τρυπώ με το σώμα μου έναν τοίχο
*
Ήταν μια εποχή
που ο πατέρας τάιζε
έναν μικρό πράσινο παπαγάλο
με λευκά σπόρια και χοντρό αλάτι
Ζούσα σ’ έναν αθέατο κι αλλόκοτο κόσμο
οι φίλοι μου ήταν ερμαφρόδιτα κοράλλια
Τις νύχτες ανέβαινα μια σκάλα που έλιωνε σαν παγωτό
Τις μέρες το μωβ ταβάνι στο δωμάτιο
γινόταν μια μέδουσα που άπλωνε το ζελέ της
κι έπειτα έπεφτε με πάταγο στο πιάτο του μεσημεριανού
Όταν ενηλικιώθηκα κατάπια έναν βάτραχο
κι ένας πρίγκιπας στρογγυλοκάθισε στο στομάχι μου
Η δυσπεψία έγινε χρόνια κι εγώ εγκρατής
στην κατανάλωση ωμού αντρικού κρέατος
Destroy Van Gong
Είμαι μόλις 33 και όμως καταρρέω
Πόσο διαρκεί ακόμα η αποδόμηση;
Όσο εγώ διαλύομαι
Τα μυρμήγκια αδειάζουν το μυαλό μου
Θαυμάστε με λοιπόν ως πτώμα
Ιδανική νεκρή φύση
Κρανίο ντυμένο με φύκια
Θα του βάλω ένα τσιγάρο να καπνίζει
Αν ήμουν ένα σώμα ακέφαλο;
Ίσως γλίτωνα το φρενοκομείο
Τι φταίει; Tο
αψέντι; Oι πόρνες;
Όλες οι σκοτεινές γυναίκες της ζωής μου
Φοράνε μαύρα
Βγες από την παραίσθηση - Μπες στην πραγματικότητα
Δεν γίνεται – Παντρεύτηκα την πράσινη νεράιδα
Κάθε βράδυ γίνεται διάβολος κι έπειτα φίδι –
Το φίδι δαγκώνει την ουρά του – γίνεται κόλπος
γυναίκας
Με πνίγει στο υγρό κανάλι
Κατοικώ στο αγαπημένο τρίγωνο
Ανάμεσα σε τρεις γραμμές
Ο διάβολος σε προστάζει;
Με εμπνέει
Σε σκοτώνει
Τουλάχιστον ας διασώσουμε ό,τι απέμεινε μεταξύ μας
Η αγάπη οφείλει να είναι αθόρυβη
Εγώ όμως δεν σε ξέρω για να σε αγαπήσω
Ν’ αλλάξεις - Συγκροτήσου
Λατρεύω την ακαταστασία
Είσαι καταδικασμένος
Π α τ έ ρ
α λυπάμαι
Τώρα πια
ξέρω
Έτσι
γεννήθηκα
Zω για να ζωγραφίζω την τελειότητα με τρέλα
Κουράστηκα – Θέλω να
κουρνιάσω στην πιο ευρύχωρη
Φωλιά πουλιού της συλλογής
μου – η νάρκη είναι ωραία λέξη-
Υπόσχομαι να μην απολογηθώ
ξανά για την αναπηρία μου
Λαθρομετανάστης
Δεν είναι ψάρι
κι όμως γαλήνια
στο νερό κινείται
πάνω απ’ τον πάτο της θάλασσας
μακάριο αιωρείται
κι ένα κορδόνι σαν από λάστιχο
σαν χέλι γύρω του γλιστρά και το τυλίγει
Τι είναι;
Η ώρα του τρόμου δίπλα
στη
Lampedousa
μες
στο ναυάγιο ήταν η ώρα γέννησής του
Δεμένους για πάντα με τον ομφάλιο λώρο
που δεν πρόλαβε να κοπεί
πνιγμένους τούς βρήκαν δύτες
να χορεύουν στον βυθό
τη μάνα με το νεογέννητο μωρό της
Νεογέννητος λαθρομετανάστης
χωρίς μέλλον
χωρίς προσευχή
Μόνον γεννημένος απευθείας
στον υγρό τάφο της ντροπής
να τις μαζέψει στη γωνία
μ’ έναν λόφο αποτσίγαρα
Τουλάχιστον τώρα ξέρεις
κάποιος κάπου
εκεί ψηλά
απολαμβάνει
επιτέλους ελεύθερα
τ’ αγαπημένα του τσιγάρα
κι αρέσκεται να
σε διαβάζει
Εσύ darling
Ήρθε ένας λογαριασμός darling,
Darling πάρε έναν λογαριασμό
Ήρθε άλλος ένας λογαριασμός darling
Darling έχουμε να πληρώσουμε κι άλλον έναν λογαριασμό
Ήθελα να πω Εσύ darling έχεις
να πληρώσεις έναν λογαριασμό
Ήθελα να πω πως Εσύ darling έχεις
να πληρώσεις
Όλους τους λογαριασμούς
Το ζευγάρι περπατάει αγέρωχα και σιωπηλά
Περνάει θριαμβευτικά κάτω από την αψίδα των αριθμών
Εισχωρεί στην κόρη του ματιού
Χάνεται στο μαύρο βάθος του αποχωρισμού
Ώσπου το βλέφαρο οριστικά κλείνει
- Βλέπεις my darling ?
Δεν είναι το τριαντάφυλλο θνητό
Είναι το αγκάθι του αθάνατο
Σαν το επιθανάτιο σόου της αγάπης
DONNACELLO
Γυναίκες
όμορφες ψηλές κι ευτυχισμένες Γυναίκες που γεννήθηκαν από τη μέση και κάτω
σκληρές άκαμπτες σαν πόρτες από τη μέση και πάνω γυμνές Τα μακριά τους δάχτυλα
είναι πάντα για τα προπονημένα δόντια των αρουραίων τόσο τρυφερά Κάθε βράδυ
ανασηκώνουν φούστες κορμούς Ελέγχουν τις ρίζες τους μην αποδράσουν μη φαγωθούν
Γυναίκες εγκάρσια κομμένες ψηλαφούν τα εκτεθειμένα στον άνεμο στήθη Αν είναι
εκεί Αν ταλαντεύονται ακόμα Δέντρα Γυναίκες από τη μέση και πάνω τρυπούν τον
ουρανό Γυναίκες Δέντρα από τη μέση και κάτω τρυπούν το χώμα Γυναίκες πονηρές
έμαθαν να ζωγραφίζουν στα γόνατα τα κίτρινα μάτια του πάνθηρα Γυναίκες άπληστες
ανθίζουν Γυναίκες φιλάρεσκες φορούν κάθε χρόνο κι ένα δαχτυλίδι στροβιλίζονται
σε κύκλους Ψηλώνουν Μεγαλώνουν Γυναίκες κούφιες βουλώνουν τρύπες με πούπουλα
κερί και αυγά αθώων πλασμάτων Γυναίκες στόχοι ακίνητες με μια πράσινη βούλα
στην κοιλιά που ράμφη σφεντόνες σημαδεύουν Γυναίκες φλέβες ταΐζουν με νέκταρ
κλαψιάρικα βιολιά και ερωτεύονται Γυναίκες όλες μαζί μ’ ένα φύσημα τρελαίνονται
Εκσφενδονίζουν πάνω σου
τα βελανίδια τους
και Σου τραγουδούν:
Όχι
άλλα σκιάχτρα να σε περιγελούν Όχι άλλες μασέλες να σε τρώνε Όχι άλλοι
καθρέφτες να σου μοιάζουν Μόνο εσύ παράξενο κορίτσι με την κόκκινη πεταλούδα
φυτρωμένη στην παλάμη Όταν σου σπάσουν την ψυχή χάνεις την ισορροπία Όταν ο ήχος μιας κάμπιας σε προδώσει
Όταν το σημείο εξαφάνισης κουρνιάσει με
ένα κοράκι σε ξένη φωλιά Το
τελευταίο μελωδικό concertino αρχίζει στο δάσος μ’
έναν χορό Τότε τινάζεις περήφανα τα κλαδιά στην κορυφή του κεφαλιού Γυρίζεις
ανάποδα Υψώνεις τα δέντρινα πόδια σου στον ουρανό Περιστρέφεσαι Μια πιρουέτα
μόνο και γίνεσαι ένα πελώριο ξύλινο
καρφί Ορμάς με
φόρα στο μάτι του Θεού
Μια ταλάντευση μόνο
Το κρινολίνο
είναι συμμετρικό
τόσο ζωντανό
Ταλαντεύεται
αιχμάλωτο κι αυτό
της ευπρέπειας
που ο Velasquez
μισούσε
Το υπάκουο παιδί
ελεύθερο
παραληρεί
μόλις η χαριτωμένη
Ινφάντα Μαργαρίτα
με οργή
στροβιλιστεί
σπάζοντας
την περίτεχνη
πορσελάνινη
αλατιέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου