ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ
Ο Βαφέας
παραφορ' αγαπιόμαστε, του 'λεγε αυτή
μα εκείνος έβλεπε το βάραθρο βαθύ
το στόμα της καλοσχηματισμένο κοίταζε
στην κάνουλα του ονείρου σφηνωμένο
κι οι δυο επικαλούμενοι κοινό ένα πεπρωμένο
το ίδιο ποίημα γράφοντας κι οι δυό
η μία νύχτα πάντως έσπρωχνε την άλλη
μ' αυτοί αγκαλιάζονταν παράτολμα
πριν η αυγή σκληρή τη άρνηση να υψώσει
κι αφού την αγαπούσε δυνατά
(δεν το 'κρυβ' ευθύς τ' ομολογούσε)
έπειτα εκείνος έβαφε
κι έκλεινε θημωνιές στα στιβαρά
τα μπράτσα του λιμναία τα μαλλιά της
και την ανέσυρε ολόλαμπρα γυμνή
- στάσιμα τώρα στάζοντας κατάμαυρα νερά
του έρωτα διακριτή μέδουσα ή και ιέρεια
απ' το βαρύ πινέλο του μόλις λουσμένη στο αίμα
Aπό τη συλλογή ΧΩΜΑ ΜΕ ΧΩΜΑ Η ΜΑΧΗ