Translate

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Ανν Σέξτον - Αγγελοι των ερώτων



































ΑΝΝ ΣΕΞΤΟΝ
ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ
(Μετφρ. Κλεοπάτρα Λυμπέρη)

           «Άγγελοι των ερώτων, ξέρετε άραγε αυτόν τον άλλο, 
            το σκοτεινό, τον άλλο μου εαυτό?»


1.ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Άγγελε της φωτιάς και των γεννητικών οργάνων, ξέρεις της
                                                                λάσπης το ρήμα,
πώς με πρωτόβαλε να τραγουδήσω αυτή η πράσινη κυρά
που πρώτη μ’ έχωσε μέσα στον καμπινέ, στην παντομίμα
του καφέ, όπου εγώ έκανα το ζητιάνο κι εκείνη το βασιλιά;
Είπα, ο Διάβολος είναι κάτω από τούτη την τρύπα που πυορροεί.
Τότε αυτός με δάγκωσε στον πισινό και μου κατέλαβε την ψυχή.
Γυναίκα φωτιά, εσύ, μιας φλόγας αρχαίας, εσύ, 
του Βunsen ηλεκτρικο μάτι, του κεριού, εσύ, 
εσύ της υψικαμίνου, εσύ του μπάρμπεκιου, 
της άγριας ηλιακής ενέργειας, εσύ,  Μαντμουαζέλ, 
πάρε λίγο πάγο, πάρε λίγο χιόνι, πάρε ένα μήνα βροχή,
και θα ράγιζες το μυαλό σου τρεμοσβήνοντας στη σιωπή.

Μάνα της φωτιάς, άσε με να σταθώ στην Πύλη σου 
                                               που όλα τα καταβροχθίζει
καθώς ο ήλιος ξεψυχά στα χέρια σου και το φριχτό του
                                                 βάρος να χάνεται αρχίζει.




2. ΑΓΓΕΛΕ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΣΕΝΤΟΝΙΩΝ

Άγγελε των καθαρών σεντονιών, ξέρεις τους κοριούς των
                                                                  κρεβατιών;
Mια φορά στο τρελλάδικο ήρθαν σαν κανέλα τριμμένη
καθώς κοιμόμουν σ’ έναν τάφο με χορωδίες ναρκωτικών
σαν γέρικο σκυλί, σαν σκελετός που στη σιωπή απομένει.
Μπουκίτσες από ξεραμένο αίμα. Εκατό σημάδια
πάνω απ’ το σεντόνι. Εκατό φιλιά μες στα σκοτάδια.
Λευκά σεντόνια που αναδίνουν σαπουνιού και Clorox
                                                                 μυρωδιές
που δεν έχουν σχέση με τούτη τη νύχτα από χώμα
με τ’ αμπαρωμένα παράθυρα και τις πολλαπλές κλειδαριές
και το δέσιμο στο κρεβάτι, όταν παραιτείται το σώμα.
Έχω κοιμηθεί στα μετάξια και στο κόκκινο και σε μαύρη
                                                                           γωνιά.
Έχω κοιμηθεί στην άμμο και μια φθινοπωρινή νύχτα πάνω
                                                                   σε θημωνιά.

Ήξερα μια κούνια παιδική. Ήξερα το νανούρισμα που
                                                     χρειάζεται ένα παιδί
αλλά πιο μέσα στα μαλλιά μου, η νύχτα της ατίμωσής μου  
                                                    δεν το κουνάει από κει.



3.ΑΓΓΕΛΕ  ΤΗΣ ΠΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΥΔΟΥΝΙΩΝ ΤΟΥ ΕΛΚΗΘΡΟΥ

Άγγελε της πτήσης και των κουδουνιών του ελκήθρου, την πα-
                                                                   ράλυση την ξέρεις
αυτό το σπίτι από αιθέρα όπου πόδια χέρια είναι ασήκωτο
                                                                              τσιμέντο; 
Φιλάς με φιλιά κούκλας. Είσαι ήρεμος όσο μια μεζούρα.
Το μυαλό σου μοιάζει ανύπαρκτο κι ας στριφογυρίζει σαν σβούρα.
Έχω βρεθεί στο ίδιο τούτο μέρος, όχι από μικρόβιο ή αποπληξία.
Σ’ ένα ρολάκι που ερμηνεύει εκείνη την παράφρονα κυρία.

Μ’ αυτό τον τρόπο έχω γίνει δέντρο. Έχω μεταμορφωθεί
σε βάζο που, κατά βούληση, το μαζεύεις ή το πετάς, άψυχη,
επιτέλους. Τι τύχη σπανία! Το σώμα μου έχει αποσυρθεί
σε αντίσταση παθητική. Υπόλειμμα κι αυτό. Μέρος του φόνου.
Άγγελοι της πτήσης, εσύ που ανυψώνεσαι, εσύ που φτερουγίζεις,
                                                               εσύ που αιωρείσαι,
εσύ, γλάρε, που στα πιο ωραία μου όνειρα φυτρωμένος στην
                                                                  πλάτη μου είσαι,

μείνετε κοντά μου. Αλλά δώστε μου το τοτέμ. Δώστε μου το μάτι
                                                                που πια δεν κοιτάει
εκεί όπου στέκω με πέτρινα παπούτσια, καθώς το ποδήλατο του
                                                         κόσμου με προσπερνάει.



 4. ΑΓΓΕΛΕ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ

Άγγελε της ελπίδας και των ημερολογίων, μήπως ξέρεις πού η
                                                                   απελπισία μένει;
Στην τρύπα ετούτη, όπου όλο μπουσουλάω μ’ ένα κουτί Κλινέξ, 
στην τρύπα ετούτη, όπου η φλογερή γυναίκα στην καρέκλα της
                                                                  βρίσκεται δεμένη
στην τρύπα ετούτη, όπου πέτσινοι άνθρωποι το λαιμό τους εξ-
αρθρώνουν, κι η θάλασσα έχει γίνει μια γούρνα κατρουλιών.
Δεν έχει τόπο να πλυθείς, ούτε σαλέματα θαλάσσιων κοραλλιών.

Στην τρύπα ετούτη, κάθε μέρα, ουρλιάζει της μάνας σου το           
                                                                                   σώμα. 
Ο πατέρας σου τρώει κέικ· σκυμμένος τον τάφο της σκάβει.
Στην τρύπα ετούτη το μωρό σου πνίγεται. Το στόμα σου, από χώμα
Τα μάτια σου, από γυαλί. Σπάζουν. Ο φόβος μέσα σου ανάβει.
Είσαι μονάχη σαν σκυλί στο σκυλόσπιτο. Τα χέρια σου ξαφνικά
βγάζουν καλόγερους, τα μπράτσα σου κομμένα και με φονικά
 
σύρματα δεμένα. Η φωνή σου εκεί έξω. Παράξενη φωνή.
Δεν υπάρχουν εδώ προσευχές. Δεν υπάρχει εδώ αλλαγή.



5. ΑΓΓΕΛΕ ΣΤΙΣ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΠΛΑΚΑΟΥΤ

Άγγελε της χιονοθύελλας και των μπλακάουτ, τα βατόμουρα
                                                                            τα ξέρεις
εκείνα τα ρουμπίνια που απ’ τον πράσινο κήπο του παππού μου
                                                               μπορούσες να φέρεις;
Εσύ, στα λάστιχα του χιονιού, εσύ, στα φτερά τα ζαχαρένια,
με παγώνεις. Άσε με να συρθώ στην κουρελού. Άσε να είμαι
                                     δέκα χρονών παιδάκι δίχως έννοια.
Κλέφτης αλλοτινός, άσε με, να μαζεύω τα παλιά γλυκά φιλιά, 
την ώρα που το χειροκρότημα της θάλασσας μας ράπιζε απ’
                                                                       τ’ αριστερά.
                                 
Μόνο στον παππού μου επιτρεπόταν να μπει. Ή στην υπηρέτρια
που ερχόταν μ’ ένα δίσκο, να διαλέξει κάτι για το πρωινό.
Σ’ αυτήν, με τα πλέοντα στον αέρα ρολά, σ’ αυτήν, που γυάλιζε
τα σκαλιστά έπιπλα με άρωμα λεμονιού, σ’ αυτήν, με τη σκόνη                                                                                                                   και το φτερό,
κι όχι σ’ εμένα. Ωστόσο, ήρθα κρυφά περνώντας τη χλόη την
                                                                             αρμυρή
ξυπόλυτη, με φόρμα γυμναστικής, μέσα στη δαιδαλώδη αυγή.

Ω, αγγέλισσα της χιονοθύελλας και του μπλακάουτ, εσύ, λευκο-
                                                                    πρόσωπη Κυρία,
πήγαινέ με στο κόκκινο στόμα ξανά, τον Ιούλιο εκείνο, στις
                                                                           είκοσι μία.



6. ΑΓΓΕΛΕ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΙΚ-ΝΙΚ

Άγγελε των παραθαλασσίων σπιτιών και των πικ-νικ, ξέρεις να
                                                                  ρίχνεις πασιέτζα;
Πενήντα δύο κόκκινα και μαύρα και μόνο εγώ να φταίω προ-
                                                                        καταβολικά.
Το αίμα μου βουητό σφηκοφωλιάς. Κάθομαι στην καρέκλα της
                                                                               κουζίνας
σ’ αυτή την παρτίδα για έναν. Ίδια πάντοτε εδώ τ’ ασημικά,
το ποτήρι και της ζάχαρης το μπολ. Ακούω τα πνευμόνια μου
                                        να εισπνέουν, να βγάζουν τον αέρα
όπως στις εγχειρίσεις. Μα δεν μου απόμεινε κανείς για να τα
                                                                  πω αυτή τη μέρα.

Κάποτε ήμουν ζευγάρι. Ο βασιλιάς μου κι η βασίλισσα μαζί
                                                                             δεμένοι,
έτρωγα τυρί και ψωμί κι έπινα κρασί Rοckport ροζέ με παγάκια        
Κάποτε έκανα ηλιοθεραπεία γυμνή, αδύνατη και μαυρισμένη,
κοιτάζοντας να περνούν εμπρός κότερα παιδικά παιχνιδάκια,
φλερτάροντας στίφη τουριστικών λεωφορείων. Κάποτε το μπρέκ-
                                                                φαστ αποκαλούσα                                                
πιο σέξυ γεύμα της ημέρας. Κάποτε να με συλλάβουν προκα-                          
                                                                                 λούσα

στην πορεία ειρήνης στη Washigton. Κάποτε είχα θράσος νεαρού
κι άφηνα όλους όσους δεν μου ταίριαζαν στα κρύα του λουτρού.
 





Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Με τον τρόπο του Ουίλιαμ Μπάροους





















Με τον τρόπο του Ουίλιαμ Μπάροουζ




‘Έτσι όπως στέκεσαι κάτω απ’ τα φύλλα

λέω να παίξω το παιχνίδι με τα μήλα.

Τοξευτής  μια γυναίκα –εγώ–

η ιστορία κάποτε θα με γράψει

(να τοξεύσω το μήλο ή το εγώ σου;)

Όχι, δεν κινδυνεύει διόλου το κεφάλι

από την τόσο παράξενη βλάβη

του τοξευτή· κάποτε, μια άλλη

νύχτα – είναι βέβαιο–  θ’ αποδειχτεί

πως όσο κι αν βυθομετρήσει η φουρ-

κέτα, δεν θα θελήσω να βρω κενό

που να μετριέται με τέτοιο μέτρο

ακόμα κι αν είναι ηχηρή η απελπισία.



Ρίχνω το βέλος.



Αλλά και πάλι θα ρωτήσω:

Θα πάει πολύ αυτή η ανούσια πάλη;

Nα συνεχίσω;



(Εφιστώ την προσοχή της ποιήτριας ότι στο

αστείο αυτό διακυβεύεται

η τύχη των δύο φύλων.)

Κλεοπάτρα Λυμπέρη